Διάλογος

Μπορείτε να στείλετε κείμενα στην ηλεκτρονική διεύθυνση narnet@narnet.gr υπόψη της Επιτροπής Διαλόγου.
_________________________________________________________

Κείμενο 7:  Κωστόγιαννης Ταξιάρχης


ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΝΑΡ

Θεωρώ πως το κείμενο αποτελεί μια πολύ καλή προσπάθεια και μια βάση στην οποία πρέπει να αναπτυχθεί η συζήτηση της οργάνωσης.
Η βασικότερη ένσταση που έχω για το κείμενο είναι ο υπερτονισμός του παράγοντα “μείωση του ποσοστού κέρδους” στην ανάλυση που αφορά τις αιτίες της κρίσης και συνολικά τη δράση του κεφαλαίου, για τους παρακάτω λόγους:

- Θεωρώ πως ο κυρίαρχος στόχος της δράσης και της λογικής του κεφαλαίου είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους και όχι η επίτευξη ένα συγκεκριμένου ποσοστού κέρδους, που υποτίθεται πως θα ήταν ικανοποιητικό, θα δημιουργούσε ένα σημείο κορεσμού και μείωσης της επιθετικότητας του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό στοιχείο της δράσης του κεφαλαίου είναι η διαρκής επαναστατικοποίηση των μέσων και των μεθόδων παραγωγής, προκειμένου μέσα από αυτήν τη διαδικασία να αυξάνει διαρκώς τα κέρδη του. Το κεφάλαιο ποτέ δεν επαναπαύεται, ποτέ δε σταματά να ζητά περισσότερα. Αυτή είναι λογική του, ακόρεστη για το ίδιο και καταστροφική για όλους εμάς που βιώνουμε τις συνέπειες αυτής της λογικής και δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να μην ξεσκεπάζουμε αυτή τη λογική.
Η κρίση και τα με καταιγιστικό ρυθμό μέτρα που πάρθηκαν μετά το ξέσπασμά της , έπεισαν όλους πως αυτό που κινεί το νήμα της ιστορίας και τις διαμορφούμενες σχέσεις είναι η ταξική πάλη. Δεν υπάρχουν δεδομένες σχέσεις σε κανένα επίπεδο (οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό), οι οποίες να θεωρούνται παγιωμένες, μόνιμες και σταθερές. Το που θα κινηθεί ο δείκτης της ιστορίας εξαρτάται από τους κάθε λογής συσχετισμούς ανάμεσα στους αντίθετους ταξικούς πόλους και από την εμβέλεια των ιδεών τους μέσα στην κοινωνία. ΄Ενα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης, και περισσότερο οι νέοι, θεωρούσαν τα όποια δημοκρατικά, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα δεδομένα. Ταυτόχρονα και επειδή αγνοούσαν τους ιστορικούς και ταξικούς όρους διαμόρφωσής τους αποκτούσαν μια ψευδή και ωραιοποιημένη αντίληψη για τον καπιταλισμό. Θεωρούσαν πως είναι ένα σύστημα παροχών και δικαιωμάτων. Αυτά που κατά βάση αποτελούσαν εργατικές κατακτήσεις θεωρούνταν στοιχεία δομικά του καπιταλιστικού συστήματος, ώστε να αυξάνει την ιδεολογική επιρροή του παρουσιαζόμενο ως σύστημα ευκαιριών που παρείχε δυνατότητες κοινωνικής ανόδου από τη μία και ως σύστημα κατοχυρωμένων δικαιωμάτων από την άλλη. Ο καπιταλισμός τείνει μόνιμα στη βαρβαρότητα και μόνο η δύναμη των εργατών μπορεί να αντιρροπήσει αυτήν την τάση ή να κατακτήσει δικαιώματα, τα οποία μόνιμα θα είναι επισφαλή. Μια στοιχειώδης ιστορική γνώση αρκεί για να αποκαλύψει αυτήν τη αλήθεια. Ας αναφερθώ σε ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλά που θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει. Το στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα της ψήφου που όλοι, και δυστυχώς και εμείς, έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε δικαίωμα παραχωρημένο από τον καπιταλισμό δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτόν. Οι καπιταλιστές ουδέποτε πάλεψαν για το δικαίωμα της καθολικής ψήφου, αντίθετα με κάθε τρόπο το καταπολέμησαν. Ο περίφημος αγγλικός κοινοβουλευτισμός σχετιζόταν μόνο με την τιμηματική ψήφο των αστών και των ευγενών και άφηνε στο περιθώριο χωρίς το παραμικρό πολιτικό και εκλογικό δικαίωμα τους προλετάριους και τους χωρικούς. Η ιστορία αποδεικνύει πως το δικαίωμα αυτό κατακτήθηκε από τους εργαζόμενους, δυστυχώς όμως η ιστορική λήθη και άγνοια το παρέδωσε στις δήθεν δημοκρατικές παρακαταθήκες του καπιταλισμού, ενός συστήματος που από τη φύση του ταυτίζεται με τον αυταρχισμό.
Επιστρέφοντας στο θέμα του ποσοστού κέρδους. Είναι προφανές πως αυτό μπορεί να αποτελέσει δείκτη του οικονομικού δυναμισμού και να αποκαλύψει τις αντιφάσεις που δημιουργούνται στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγής. Ένας βασικός παράγοντας που το επηρεάζει αρνητικά είναι η πτώση των μισθών και η αύξηση της ανεργίας, που μειώνει την καταναλωτική και αγοραστική δυνατότητα των εργαζομένων και τη δυνατότητα πραγμάτωσης της υπεραξίας που δημιουργείται στην παραγωγή, αφού συνοδεύεται από αδυναμία πώλησης των παραγόμενων προϊόντων. Για αυτό χρειάζεται να επισημαίνεται, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρέπει να αποτελεί το θεμέλιο της ανάλυσής μας για την καπιταλιστική κρίση. Ούτε πολύ περισσότερο να φτάνουμε στο συμπέρασμα που αναφέρεται στην αρχή της σελίδας 44. Το αντιγράφω ακριβώς : “Όμως οι νέες δυνατότητες αποφασιστικής μείωσης του χρόνου εργασίας συγκρούονται με τη γενική τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, με τη θεμελιακή αντίφαση του καπιταλισμού...”. Το ερώτημα που προβάλλει στον καθένα είναι το εξής: Αν αυξηθεί το ποσοστό κέρδους, οι καπιταλιστές θα προχωρήσουν σε μείωση του χρόνου εργασίας;

- Η ανάλυση αυτή εξετάζει την κρίση από τη σκοπιά της αστικής τάξης. Το πρόβλημα της κρίσης δεν σχετίζεται με τα μικρά κέρδη των εκμεταλλευτών αλλά με τη διαρκή υποβάθμιση της θέσης των πολλών που φτάνει σε σημεία σχετικής αλλά και απόλυτης εξαθλίωσης.
Επίσης δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως διαρκώς μιλούσαμε για την τεράστια αύξηση των κερδών των πολυεθνικών επιχειρήσεων, των τραπεζών κλπ. Οι δυο εκτιμήσεις περί μείωσης ποσοστού κέρδους και τεράστιων κερδών εμπεριέχουν εξ αντικειμένου μια λογική αντίφαση που πρέπει να άρουμε.
Ταυτόχρονα η ανάλυση αυτή εξετάζει μεμονωμένα τους οικονομικούς παράγοντες χωρίς να βλέπει τους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Ο καπιταλισμός άρχισε να εφαρμόζει μια επιθετικότερη πολιτική έχοντας καταφέρει να αποκτήσει ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία και έχοντας δημιουργήσει ευνοϊκότατους για αυτόν συσχετισμούς. Η λογική της ταξικής πάλης είναι ανελέητη και ακριβώς αυτήν την απόλυτα επιθετική πολιτική υλοποιεί ο καπιταλισμός επιχειρώντας την ολοκληρωτική επικράτηση της απάνθρωπης αντίληψής του. Στη λογική αυτή δεν χωρούν συναισθηματισμοί και δεν αναγνωρίζονται παγιωμένες καταστάσεις. Είναι αυτό που έλεγαν οι αστοί πως δεν υπάρχουν κεκτημένα. Ο ταξικός αντίπαλος διαρκώς επιχειρεί νέα πλήγματα και μόνιμα καραδοκεί να κλέψει όσο το δυνατόν περισσότερο τον ιδρώτα αλλά και την ψυχή της εργατικής τάξης. Το θέμα είναι πως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επίθεση στρατηγικού χαρακτήρα που επιχειρεί να κερδίσει ιστορική ρεβάνς, υλοποιώντας τις πιο επιθετικές λογικές του καπιταλισμού.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ

Τι συμβαίνει τελικά με τη μείωση του ποσοστού κέρδους; Κατά τη γνώμη μου (και συναντιέται στο κείμενο εργασίας) η πτώση του ποσοστού κέρδους αποτέλεσε μια πραγματικότητα που υπήρξε σε μεγάλο βαθμό στους παραγωγικούς τομείς και κυρίως στο δευτερογενή τομέα, ο οποίος έτσι και αλλιώς απαιτεί μεγάλη επένδυση κεφαλαίου και μακρύ χρονικό ορίζοντα για να εξασφαλίσει κέρδη. Πώς απάντησε το κεφάλαιο σε αυτήν την πτώση; Με πολλούς τρόπους, ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε:
1. Tη μεταφορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και τη δραματική μεταβολή των εργασιακών σχέσεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
2. Τη διόγκωση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας και των υπηρεσιών, ιδιωτικοποιώντας μάλιστα υπηρεσίες που πριν υπάγονταν στην κρατική αρμοδιότητα και παρέχονταν στα πλαίσια του όποιου κοινωνικού κράτους.
3. Τη μεταφορά κεφαλαίων στη χρηματιστηριακή αγορά, την αγορά παραγώγων, ομολόγων κλπ , τη γιγάντωση του πιστωτικού τομέα. Υπήρξε δηλαδή μια υπερανάπτυξη αυτού που δεν εντάσσεται στην πραγματική οικονομία. Πολύ σωστά το κείμενο εργασίας αναφέρεται στη δημιουργία πλασματικών κεφαλαίων που ήταν και είναι πολλαπλάσια των πραγματικών δημιουργώντας εξ αντικειμένου έναν τρομερό ανορθολογισμό στην καπιταλιστική οικονομία.

- Θεωρώ όμως λάθος να εξετάζουμε την καπιταλιστική οικονομία με σχήματα (πραγματική οικονομία – χρηματοοικονομική σφαίρα, χρηματιστήριο – επιχείρηση κλπ ) σαν να πρόκειται για αεροστεγείς χώρους που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Όλες αυτές οι πλευρές αποτελούν εκφάνσεις του ίδιου συνολικού συστήματος, που βρίσκονται σε διαρκείς και αναπόφευκτες αλληλεπιδράσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τις διάφορες μορφές κεφαλαίου. Δεν υπάρχει χρηματιστηριακό, χρηματοπιστωτικό ή παραγωγικό-βιομηχανικό κεφάλαιο. Το κεφάλαιο τείνει (το ίδιο έκανε πάντα και τώρα ακόμα περισσότερο) να συγκεντρωθεί και να συγκεντροποιηθεί, επεκτεινόμενο παντού, αλλάζοντας πολλές φορές χώρους και τομείς δραστηριότητας χωρίς να γνωρίζει όρια πραγματικής και μη πραγματικής οικονομίας με έναν και μοναδικό στόχο: να αυξηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Αν αυτό προέρχεται από την άμεση εκμετάλλευση του εργάτη, αν θα είναι από τη χρηματιστηριακή φούσκα ή από τα χρήματα που θα πάρει από τον κρατικό προϋπολογισμό του είναι αδιάφορο.

- Πιστεύω επίσης συνδέοντας αυτή μου τη θέση με την ακριβώς προηγούμενη παράγραφο, πως πρέπει να εξετάσουμε συνολικά τους μηχανισμούς συγκέντρωσης κεφαλαίου στις συνθήκες του σημερινού ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Μάλιστα η κρίση αποτέλεσε μια πολύ καλή αφορμή που εκμεταλλεύτηκε το αστικό πολιτικό σύστημα προκειμένου να δημιουργήσει ή να γενικεύσει νέες μορφές εκμετάλλευσης. Το κεφάλαιο συγκεντρώνεται με τους εξής τρόπους:
α. Την απόσπαση υπεραξίας (απόλυτης και σχετικής) στην άμεση διαδικασία της παραγωγής.
β. Τη χρησιμοποίηση του θεσμού του χρηματιστηρίου, όταν καταφέρνει να ρευστοποιήσει τα κέρδη σε περίοδο ανόδου.
γ. Την αναδιανεμητική παρέμβαση του κράτους (ενέσεις ρευστότητας, επιχορηγήσεις, αναπτυξιακούς νόμους κλπ).
Αναφέρω τρεις βασικές μεθόδους χωρίς βέβαια να αποκλείονται και άλλες. Αποτελούν διαφορετικές και συμπληρωματικές μορφές συγκέντρωσης κεφαλαίου, απόσπασης υπεραξίας και εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η αντίληψη αυτή δεν αναιρεί την κλασική μαρξιστική θεωρία συγκέντρωσης του κεφαλαίου με την απόσπαση της υπεραξίας που παράγει ο εργάτης. Αν δεχτούμε πως ο παραγόμενος πλούτος είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας και δεν παράγεται με τρόπο μεταφυσικό. Ο πλούτος αυτός μεταβιβάζεται όχι μία αλλά πολλές φορές μέσω όλων αυτών των μηχανισμών από τους εργαζόμενους στους αστούς, πολλαπλασιάζοντας την εκμετάλλευση.
Πρέπει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στη στήριξη των τραπεζών και σε όλα τα πακέτα διάσωσης της οικονομίας. Αυτό επιβάλλεται γιατί τα ποσά που παίζονται είναι τρομακτικά μεγάλα και ασύλληπτου μεγέθους. Αναφερόμαστε σε δισεκατομμύρια ευρώ. Απέναντι σε μια τρομερή ληστεία της εργατικής τάξης πρωτοφανούς μεγέθους εμείς αδιαφορούμε που μας λήστεψαν (και δυστυχώς έχοντας πλήρως αποθρασυνθεί ετοιμάζονται να ξανακάνουν) αλλά επικεντρωνόμαστε στο ότι ληστεία αυτή δεν είχε τα αναμενόμενα για τους ληστές θετικά αποτελέσματα. Επιπρόσθετος λόγος είναι πως οδηγούμαστε στην πλήρη θεσμοθέτηση ενός επιδοτούμενου καπιταλισμού, που θα μεταβάλλει μέσω του κράτους το κοινωνικά παραγόμενο προϊόν σε καπιταλιστικό κεφάλαιο και το οποίο κεφάλαιο θα λειτουργεί σε συνθήκες κοινωνικού κανιβαλισμού.
Επιβάλλεται νομίζω να δημιουργήσουμε αναλύσεις, όσο το δυνατόν πιο επιστημονικές, αποδεικτικές και κατανοητές σε σχέση με διάφορα φαινόμενα όπως το χρηματιστήριο, η νομισματική πολιτική κοκ. Οι αναλύσεις αυτές δεν πρέπει να περιορίζονται στην περιγραφή των φαινομένων αλλά ανακαλύπτοντας αιτιακές σχέσεις να προσανατολίζονται στην άντληση πρακτικών πολιτικών συμπερασμάτων. Θα κάνω μια απόπειρα ανάλυσης του ρόλου του χρηματιστηρίου και της νομισματικής πολιτικής.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Για τους αστούς αναλυτές η ανάπτυξη των χρηματιστηρίων αποτελεί δείγμα υγείας του οικονομικού τους συστήματος. Πολλές φορές ακούμε πως οι αγορές αντέδρασαν θετικά σε κάποιο μέτρο και έχουμε άνοδο των χρηματιστηριακών αγορών. Υπήρχε μια μεγάλη περίοδος που οι αγορές-χρηματιστήρια έκαναν ένα διαρκές πάρτι πολλαπλασιάζοντας την αξία των μετοχών. Υπήρξαν ιδιώτες και κεφάλαια που βγήκαν από αυτό με δισεκατομμύρια κερδών. Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα όπως ο Βγενόπουλος σε επίπεδο Ελλήνων αστών, τα περίφημα hedge-funds κοκ. Το ερώτημα ήταν τι είναι αυτά τα κέρδη, από που προήλθαν και τι συνέπειες είχε αυτή η διαδικασία σε αυτήν καθαυτή την παραγωγή.
Αυτά τα κέρδη είναι πραγματικά και όχι πλαστά. Το ζεστό χρήμα είναι πραγματικό κέρδος του οποίο στην πορεία δίνει πολλαπλές επιλογές στους κατόχους του (επενδύσεις σε άλλους τομείς, αγορές ομολόγων και κρατικών εταιρειών, βίλες, κότερα και πολυτελέστατη ζωή κοκ) που μπορούν να υπάρχουν εναλλακτικά ή και ταυτόχρονα.
Προσπάθησα με ένα απλό παράδειγμα που επισυνάπτω να δείξω πως τα χρηματιστηριακά κέρδη έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγική και κεφαλαιακή αποψίλωση των ίδιων των επιχειρήσεων. Το χρηματιστήριο είναι ένας θεσμός απόλυτα αντιπαραγωγικός, που καταστρέφει την ίδια την πραγματική οικονομία. Αν τελικά οι συλλογισμοί αυτοί είναι σωστοί βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα πως ο καπιταλισμός όχι μόνο καταστρέφει τους ανθρώπους αλλά και οτιδήποτε θα μπορούσε να παράγει και το οποίο υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των πολλών. Και επειδή ο στόχος μας είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή είναι προφανές πως δεν μπορούμε να αδιαφορούμε για το ζήτημα της πραγματικής οικονομικής και παραγωγικής δυνατότητας του χώρου στον οποίο θέλουμε να κάνουμε την ανατροπή (αν θα μπορεί να παράγει τρόφιμα , αν θα έχει βιομηχανία κοκ).
Σχετικά με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα πρέπει δηλαδή να αποδείξουμε πως το πρόβλημα της παραγωγικής υποβάθμισης και της αποβιομηχανοποίησης σχετίζεται (και) με τα χρηματιστηριακά κέρδη.
Γενικότερα η σχέση πραγματικής και μη πραγματικής οικονομίας είναι μια σχέση διαλεκτική όπου η μη πραγματική οικονομία δεν λειτουργεί αυθύπαρκτα αλλά αποστερεί πόρους από την πραγματική. Η ύπαρξή της αποτελεί έναν παρασιτικό και ταυτόχρονα πραγματικό μηχανισμό συγκέντρωσης κεφαλαίων.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Υπάρχει επίσης ένα πολύ σοβαρό θέμα που το κείμενο κι οι ως τώρα οικονομικές επεξεργασίες της οργάνωσης δεν έχουν αναφέρει καθόλου. Αναφέρομαι στη νομισματική πολιτική της ΕΕ και της ΕΚΤ και στην επιλογή της να μην προχωρά στην έκδοση νέου χρήματος με πρόσχημα την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Οι εκδοτικές κρατικές τράπεζες ήταν μέχρι πρότινος υπεύθυνες για την έκδοση νέου χρήματος μπορώντας να ασκήσουν νομισματική πολιτική. Η δυνατότητα αυτή απεμπολήθηκε και οι όποιες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής εκχωρήθηκαν στην ΕΚΤ. Πρέπει να εκδίδεται νέο χρήμα; Οι νεοσυντηρητικοί - νεοφιλελεύθεροι με βάση το δόγμα της σκληρής νομισματικής πολιτικής ακολουθούν το δόγμα του μονεταρισμού και θεωρούν καταστροφική για την οικονομία κάθε τέτοια πολιτική. Η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι πως η έκδοση νέου χρήματος στα όρια του πληθωρισμού (αν η πραγματική παραγωγή παρέμενε σταθερή, πολύ δε περισσότερο αν διευρύνθηκε) δεν θα είχε κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά την κυκλοφορία τόσης ποσότητας χρήματος που θα αντιστοιχίζεται στις νέες τιμές εκπληρώνοντας τη δυνατότητα των ανταλλαγών. Φανταστείτε τι συμβαίνει σε μια κατάσταση όπου οι τιμές των προϊόντων με την πάροδο ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος έχουν ανεβεί 50% και η ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί παραμένει η ίδια. Η ποσότητα του χρήματος θα μπορούσε να ανταποκριθεί μόνο στο 50% των συναλλαγών αν η ταχύτητα ροής των συναλλαγών παρέμενε η ίδια. Αυτό που κατά τη γνώμη μου συμβαίνει είναι μια ιδιόμορφη και εξαιρετικά σοβαρή ιδιωτικοποίηση των πηγών , που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η μητέρα των σύγχρονων μορφών ιδιωτικοποίησης. Αντί δηλαδή τα κράτη να εκδίδουν νέο χρήμα, τουλάχιστον στη λογική που προανέφερα, γίνεται προσφυγή στις περίφημες αγορές. Αντί να ασκείται αυτό το αυτονόητο δικαίωμά τους με το οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτούν σοβαρά τμήματα των κρατικών τους προϋπολογισμών (με μόνο το κόστος της έκδοσης νέου χαρτονομίσματος) καταφεύγουν σε ιμπεριαλιστικούς αδηφάγους οργανισμούς με τις γνωστές συνέπειες και στις περίφημες αγορές.
Το πρακτικό αίτημα που θα μπορούσε η κομμουνιστική αριστερά να προβάλει είναι να πάρουμε από την ΕΚΤ το αντίστοιχο ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο μέσο κοινοτικό πληθωρισμό αθροιστικά για όλα τα χρόνια που βρισκόμαστε στη ζώνη του ευρώ. Ταυτόχρονα αυτό το αίτημα θα μπορούσε να γίνει αίτημα όλων των εργαζομένων στις άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Δυο παρατηρήσεις σχετικά με την αξία των νομισμάτων και τη μεταξύ τους σχέση.
Από τη μία οι αστοί οικονομολόγοι θεωρούν πως ένα υποβαθμισμένο ή υποτιμημένο νόμισμα αποτελεί οξυγόνο για τις αντίστοιχες οικονομίες αφού καθιστά τις οικονομίες τους ανταγωνιστικές και βελτιώνει τις εξαγωγές ενώ από την άλλη θεωρούν καταστροφική κάθε έκδοση νέου χρήματος. Υπάρχουν δηλαδή δυο αλληλοαναιρούμενες αντιλήψεις οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν.
Αν επίσης δεχτούμε πως η μεγάλη κυκλοφορία χρήματος δημιουργεί πληθωρισμό (αφού αυξάνεται η προσφορά) δεν θα πρέπει να μας αφορά η προέλευση του χρήματος (αν αυτό προέρχεται από νέα έκδοση ή από δάνεια). Δηλαδή στη βάση αυτής της λογικής ακόμα και το χρήμα που προέρχεται από τα δάνεια είναι από μόνος του παράγοντας πληθωρισμού.
Κλείνοντας αυτό το θέμα πρέπει να ελέγξουμε αν πραγματικά δεν εκδίδεται νέο χρήμα. Όλοι βλέπουμε πως κυκλοφορούν πολλά χαρτονομίσματα σε ευρώ που φαίνονται να μπαίνουν πρώτη φορά σε κυκλοφορία. Προσωπική μου εκτίμηση είναι πως ο όγκος αυτός των χρημάτων είναι αδύνατο να υπάρχει μόνο σε αντικατάσταση φθαρμένων παλαιών χαρτονομισμάτων. Αν πραγματικά ισχύει αυτό μας δανείζουν με χρήμα το οποίο έπρεπε να σας δώσουν δωρεάν.

 Κωστόγιαννης Ταξιάρχης
________________________________________________

Κείμενο 6: Η Καπιταλιστική Κρίση, το περιβάλλον και η αριστερά. 

Μετά την ολοκλήρωση των τριών κύκλων συζήτησης με βάση το κείμενο για την καπιταλιστική κρίση στην οργάνωση εκπαιδευτικών του ΝΑΡ Θεσσαλονίκης, εντοπίσαμε ως βασική αδυναμία στην όλη ανάλυση τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το λεγόμενο «περιβαλλοντικό ζήτημα».

Γίνεται φανερό ότι και στο δικό μας χώρο, όπως και στο σύνολο της αριστεράς (ρεφορμιστικής και μη), τουλάχιστον στην Ελλάδα, η περιβαλλοντική καταστροφή και οι επιπτώσεις της στην υγεία των ανθρώπων, αντιμετωπίζονται απλά ως «παράπλευρη ζημιά» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι λοιπόν, με βάση αυτή την αντίληψη, ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται με τρόπο ληστρικό τη φύση και τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές, μολύνει αδίστακτα γη, νερό και αέρα με τα απόβλητα που παράγει και αδιαφορεί για τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία γενικά. Απ’ την άλλη, το «περιβαλλοντικό ζήτημα» θα λυθεί στο σοσιαλισμό, με την πιο συνετή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, με λιγότερα απόβλητα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την υγεία των ανθρώπων.

Εδώ και αρκετό καιρό όμως, ίσως τις τελευταίες 2 δεκαετίες, το ζήτημα αρχίζει και ξεφύγει από αυτό το απλοϊκό σχήμα. Το περιβάλλον βρίσκεται πλέον στο πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά και της κρίσης, τόσο σαν πρόβλημα, όσο και σαν πηγή κερδοφορίας.

Οι ίδιοι οι καπιταλιστές έχουν αντιληφθεί π.χ. ότι το πετρέλαιο δεν είναι ανεξάντλητο και είναι δεδομένο πλέον ότι αργά ή γρήγορα θα εκλείψει, άρα χρειάζεται να γίνουν νέα βήματα στον τομέα της ενέργειας. Οι πόλεμοι που γίνονται τελευταία για τον έλεγχο των «τελευταίων σταγόνων» του, μάλλον επιβεβαιώνουν αυτήν την κατεύθυνση.
Το ενεργειακό ζήτημα επανέρχεται στις μέρες μας με δραματικό τρόπο, ιδιαίτερα στη συγκυρία του πυρηνικού ατυχήματος στη Ιαπωνία. Μετά από μια περίοδο (δεκαετίες 70 και 80) έντονης αμφισβήτησης (σε κάποιες χώρες) της πυρηνικής ενέργειας, τα τελευταία χρόνια οι θιασώτες της ξεσπαθώνουν σε όλο τον κόσμο. Στο επίπεδο που έχει φτάσει ο καπιταλισμός σήμερα, για να παράγει τα σκουπίδια του, που καλούμαστε να καταναλώσουμε, χρειάζεται απίστευτα μεγάλη ενέργεια, που θα ήταν αδαής όποιος θα πίστευε ότι αυτή μπορεί να αποκτηθεί με φοτοβολταϊκά τόξα, υπερμεγέθη «φουρφουράκια» και άλλες ήπιες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ταυτόχρονα όμως η καταστροφή του περιβάλλοντος προχωράει πλέον με τέτοιους ραγδαίους ρυθμούς, «παγκοσμιοποιείται» ταχύτατα, με τρόπο που είναι σαφές και στους καπιταλιστές, ότι οι εποχή που η εργατική τάξη ζούσε και αναπαράγονταν σε άθλιες, βρώμικες και μολυσμένες γειτονιές, ενώ αυτοί σε καθαρά και αμόλυντα περιβάλλοντα, αρχίζει και αλλάζει.

Άρα λοιπόν, η εξάντληση των πόρων, η ενέργεια και η ραγδαία καταστροφή του οικοσυστήματος, βάζουν και τον ίδιο τον καπιταλισμό μπροστά σε νέα δεδομένα και τον υποχρεώνουν να δει λύσεις κερδοφόρες και βιώσιμες από την σκοπιά των συμφερόντων. του φυσικά. Με αυτήν την έννοια η λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», μπορεί να αποτελεί ένα τρικ (ειδικά στην Ελλάδα) με το οποίο το σύστημα επιχειρεί να ρίξει στάχτη στα μάτια των μαζών, ότι δήθεν ενδιαφέρεται για τη φύση και τον άνθρωπο, ωστόσο κρύβει από πίσω του και τη διπλή αγωνία του: να επιβιώσει και να κερδοφορήσει.

Ένα καινούργιο δεδομένο που έχει προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες είναι το λεγόμενο «διατροφικό ζήτημα», δηλ. με δικούς μας όρους το ζήτημα της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Ενώ ο καπιταλισμός μέσα στον 20 αιώνα έκανε εντυπωσιακά άλματα στην ιατρική, τη φαρμακευτική, την πρόληψη των ασθενειών και τις συνθήκες διαβίωσης με αποτέλεσμα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες, σήμερα αυτό αρχίζει και αντιστρέφεται, καθώς τα σκουπίδια (μεταλλαγμένα, χημικά υποκατάστατα, μολυσμένα τρόφιμα κλπ) με τα οποία ταΐζει την εργατική τάξη από τη μια και η μόλυνση του αέρα και του νερού από την άλλη, γίνονται μπούμερανγκ για την υγεία της εργατικής τάξης και την αναπαραγωγή της δύναμης της. Είναι και αυτό κάτι που πρέπει να λύσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ, είναι η λυσσαλέα σχεδόν στάση της αστικής τάξης απέναντι στο κάπνισμα, ακόμα κι αν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τα τεράστια συμφέροντα και τη δύναμη της καπνοβιομηχανίας.

Με όλα αυτά είναι αναγκαίο για μια σύγχρονη επαναστατική και κομμουνιστική αριστερά να θέσει και αυτή αυτά τα ζητήματα στον πυρήνα μιας αντικαπιταλιστικής γραμμής και πάλης. Διαφορετικά τίθενται τα εξής ερωτήματα: σε πιο έδαφος (με την μεταφορική αλλά και την κυριολεκτική σημασία). σε ποιο περιβάλλον, με τι νερό και τι αέρα θα αναπτυχθεί μια κομμουνιστική κοινωνία στο μέλλον? Και πώς θα οικοδομηθεί ?
Με τον τρόπο που οικοδομήθηκαν οι κοινωνίες, οι οικονομίες και η ανάπτυξη της παραγωγής στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού»? Φαντάζεται κανείς μήπως τον σοσιαλισμό με πυρηνικά εργοστάσια, μεταλλαγμένα τρόφιμα, αέρα μολυσμένο με διοξίνες και ατομικά οχήματα που κινούνται με μηχανές εσωτερικής καύσης?

Με βάση αυτά μήπως το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε να είναι σήμερα στην πρώτη γραμμή της πάλης για το περιβάλλον, μέσα από μια τέτοια αντικαπιταλιστική-εργατική γραμμή και να μην αφήνουν τα ζητήματα αυτά να τα «διαχειρίζονται» οι επαγγελματίες περιβαντολλόγοι και οι επαγγελματίες «οικολόγοι» πολιτευτές. Μήπως μαζί με το αίτημα της διαγραφής του χρέους θα έπρεπε να είμαστε εμείς αυτοί που θα ξεκινούσαμε στην Ελλάδα σήμερα μια μεγάλη καμπάνια ενάντια στην πυρηνική ενέργεια, με αφορμή και την σοβαρότατη καταστροφή στην Ιαπωνία?
________________________________________________________

Κείμενο 5: Νικολούδης Δημήτρης - τοποθέτηση για το κείμενο εργασίας του ΝΑΡ

Μελετώντας κάποιος με προσοχή το προσυνεδριακό κείμενο του ΝΑΡ για την καπιταλιστική κρίση μπορεί να διαπιστώσει ότι το περιεχόμενό του και η προβληματική του θεμελιώνονται πάνω σε δύο βασικούς άξονες: τον οικονομικό και τον πολιτικό. Πράγματι, η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας πρέπει να θεωρείται ο ιστορικός υλισμός. Η θέση που προκρίνει ότι η ανάπτυξη των υλικών αγαθών και σχέσεων, η οποία είναι αναμφίβολα αναγκαία για την ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς και η δομή της ταξικής σύγκρουσης αποτελούν την ουσία της κοινωνικής ζωής και είναι ιστορικά καθορισμένα. Ωστόσο, η ανάλυση αυτή αφήνει απ’ έξω (ή τουλάχιστον θεωρεί λιγότερο σημαντικό) το ζήτημα της κουλτούρας. Χρησιμοποιώ την παραπάνω έννοια με την υλική-πολιτική της διάσταση, για να εκφράσω τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, όπως αυτός προκύπτει από τη διαίρεση, κι όχι από την ενότητα, των σύγχρονων κοινωνιών. Η έννοια της κουλτούρας (ή καλύτερα της πολιτικής της κουλτούρας) συνδέεται με το εγχείρημα της ερμηνείας του κόσμου και της δράσης των ανθρώπων μέσα σε αυτόν, στο πλαίσιο πάντα του ανταγωνισμού των κοινωνικών ομάδων. Αναφέρεται, επίσης, στο σύνολο των νοημάτων, των αξιών και των κοινωνικών πρακτικών που σφραγίζουν τη φυσιογνωμία του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου.
Η συγκεκριμένη επιλογή, η οποία φυσικά δε θα υποκαθιστούσε τις κεντρικές αναφορές του κειμένου, θα πρόσθετε μία επιπλέον διάσταση στην αναζήτηση εκείνων των παιδαγωγικών-μορφωτικών δυνάμεων που συμβάλλουν στη συγκρότηση του σύγχρονου ανθρώπου. Με δυο λόγια, θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη θεωρία μας για τη σχέση δομών-συνείδησης, με βάση, όχι μία μεταδομιστικού τύπου ανάλυση, αλλά μία μαρξιστική προβληματική. Θα βάθαινε την αναζήτησή μας για τη συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας των εργαζομένων, του συστήματος νοημάτων και αξιών που ενεργά αποδέχεται, εστιάζοντας στις καθημερινές-υλικές συνθήκες ζωής του. Η θέση αυτή έχει κατά νου ότι ο καπιταλισμός δεν είναι απλά ένα οικονομικό σύστημα, αλλά μια κοινωνική, ιδεολογική δύναμη που διαβρώνει  όλες τις πτυχές της σύγχρονης ζωής. Στα παραπάνω, θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε την παιδαγωγική δύναμη της κουλτούρας (ειδικότερο των νέων τεχνολογιών) να διαμορφώνει αντιλήψεις για τον κόσμο, να δημιουργεί σχέσεις μαζί του σε ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών πεδίων.
Βεβαίως, το ζήτημα της κουλτούρας και της μάθησης, ως μέρος των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά και, γιατί όχι, ως δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής, δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυνάμεις και τις κρατικές γραφειοκρατίες που ελέγχουν τις δομές παραγωγής, τα τεχνολογικά επιτεύγματα των καιρών μας, επηρεάζουν την ροή των πληροφοριών και, κατά συνέπεια, ‘φυσικοποιούν’ τις υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας. Θεωρώ ότι τα προηγούμενα στοιχεία, ενσωματωμένα στο κείμενο για την καπιταλιστική κρίση, μπορεί να συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των αδυναμιών των εργαζομένων να υπερβούν τα ατομικιστικά-αγοραία πρότυπα ζωής και να μετουσιώσουν την οργή τους σε συνειδητή πολιτική πρακτική παρέμβασης. Με το ζήτημα της κουλτούρας και των πολιτικών του προεκτάσεων καταπιάστηκαν, με συστηματικό τρόπο τις προηγούμενες δεκαετίες, οι Αμερικανοί ριζοσπάστες παιδαγωγοί (αποφεύγω εδώ να αναφερθώ σε παλαιότερες διανοητικές παραδόσεις). Όμως, αυτό έγινε σε βάρος των δύο άλλων αξόνων που αρχικά ανέφερα και χωρίς ένα σαφές σχέδιο κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού που θα συναρθρώνονταν με κάποιον πολιτικό φορέα, ο οποίος θα εξέφραζε το συγκεκριμένο εγχείρημα.
Προσωπικά, προσυπογράφω το κείμενο και τα ζητήματα που ανοίγει εν όψει του συνεδρίου.

Συντροφικά

ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

_________________________________________________

Κείμενο 4: Φλώρα Παπαδέδε- Μια τοποθέτηση για το κείμενο εργασίας του ΝΑΡ


Δεν συνηθίζω να κάνω γραπτές ομιλίες, παρά μόνο στα Συνέδρια, για να μην φεύγω από το χρόνο χωρίς να ολοκληρώσω το συλλογισμό μου. Σήμερα, αναγκάστηκα να τη γράψω για να περιορίσω τα συναισθήματα που είχα διαβάζοντας αυτό το κείμενο και τα λόγια που μου έρχονται στο στόμα. Αν ήμουν στο ΚΚΕ, δεν θα το έκανα αυτό, γιατί έχω λιώσει πόδια και χρόνια κι έχω δικαίωμα να μιλώ και χωρίς τακτ. Εδώ δεν το έχω, δεν έχω υπερασπιστεί ποτέ τις πολιτικο-ιδεολογικές σας θέσεις. Εκτιμώ πολλούς ανθρώπους εδώ μέσα προσωπικά, αλλά και συνολικά θεωρώ ότι είσαστε τίμιοι αγωνιστές. Κι αυτό είναι δυσεύρετο στις μέρες μας. Και με τιμά και μένα ότι με καλέσατε να καταθέσω την άποψή μου, δημόσια και χωρίς περιορισμούς. Και το σέβομαι. Γι’ αυτό ήρθα.
Και για έναν ακόμα λόγο. Φτάνοντας στην 50η σελίδα, είχα κι εγώ μαζί με τον καπιταλισμό «μπουκώσει» από την «πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους», διάβασα όμως και λίγο πιο κάτω. Κι ανακάλυψα τις σελίδες 52-53. Ένα ακατέργαστο διαμάντι. Θολό ακόμα κι όχι πλήρως επεξεργασμένο, αλλά σε σωστή κατεύθυνση. Πιο σωστά: σε πραγματική κατεύθυνση. Το πρόπλασμα ενός πραγματικού πολιτικού προγράμματος. Τους απαραίτητους εκείνους στόχους-κρίκους που μπορούν να συνδέσουν το ειδικό με το γενικό, να πολιτικοποιούν την καθημερινή πάλη, να δημιουργούν συγκεκριμένα και χειροπιαστά μέτωπα συσπείρωσης και πάλης, άρα να έχουν λόγο να προβληματιστούν και να ενταχθούν σ’ αυτά ευρύτατες λαϊκές μάζες.
 Παρά τις αναπόφευκτες αδυναμίες του, αν δει κανείς πού είναι θαμμένο κι από τι περιβάλλεται, αποτελεί μια πρώτη βάση για ένα πραγματικό μεταβατικό πρόγραμμα, που αν βρει δρόμο μέσα στο λαϊκό κίνημα, θα βοηθήσει στη γιγάντωσή του, στη συνειδητοποίησή του, σε νίκες, σε προσδοκίες καλύτερης ζωής. Και άρα θα αυξήσει την πιθανότητα και την ικανότητα δημιουργίας επαναστατικής κατάστασης στην πραγματική ζωή.
Και μια που αναφέρεται μέσα στο κείμενο: οι ήττες προσφέρουν βέβαια κι αυτές εμπειρία. Όμως, όπως έχει δείξει η ιστορία της ανθρωπότητας ως σήμερα, προσφέρουν καταθλιπτική εμπειρία. Κι όσο συνεχίζονται, τόσο βαθαίνει η συνθλιβή κι η απογοήτευση των εργαζομένων. Η ήττα μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για τη νίκη, αν κάτσουμε και μελετήσουμε χωρίς φόβο και πάθος, τι κάναμε λάθος. Και δεν το ξανακάνουμε. Και σε αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο.
Τέλος, θα θυμίσω ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ακριβώς η λαϊκή εξέγερση που ολοκλήρωσε τους στόχους πάλης της πρώτης νίκης, του Φλεβάρη. Και ο Οκτώβρης δεν θα υπήρχε χωρίς το Φλεβάρη. Για το φόβο των Ιουδαίων, διευκρινίζω, πως δεν εννοώ ότι κάθε επαναστατική διαδικασία στην Ελλάδα, ή αλλού, θα ακολουθήσει ή πρέπει να ακολουθήσει υποχρεωτικά αυτό το μοντέλο. Η δημιουργία των προϋποθέσεων για επαναστατική κατάσταση (δηλ. των μετώπων και του κινήματος και οι στόχοι πάλης τους) και ο εντοπισμός σε πραγματικό χρόνο της έλευσής της, απαιτεί καλή γνώση της υλιστικής επιστήμης να μελετάς συγκεκριμένα τη συγκεκριμένη κατάσταση. Και αυτό το κείμενο, δεν αποτυγχάνει μόνο πλήρως, αγνοεί πώς γίνεται μια τέτοια μελέτη.
Και προχωρώ στο ακόμα πιο στενάχωρο τμήμα της τοποθέτησης. Το κείμενο είναι τρία σε ένα. Κινείται μεταξύ ακραίων μεταφυσικών ταυτολογιών και πλήρους αυταπάτης ως προς το τι είναι στην πραγματική ζωή ο καπιταλισμός, η Ε.Ε., η εργατική τάξη, οι κοινωνίες των ανθρώπων. Για το τρίτο τμήμα του μίλησα παραπάνω. Αλλά πώς να προχωρήσει αν δεν πετάξει από πάνω του όλα αυτά τα βαρίδια;
Οι ήττες, πάντα γεννούσαν στους νικημένους, την ανάγκη του θεού. Και σε αυτό το κείμενο ο θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Η «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου», η «σχετική κι η απόλυτη υπεραξία», η «πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους»… 40-50 φορές οι ίδιες ταυτολογίες. Οι έννοιες αποκτούν υπερφυσική διάσταση, με το «σιδερένιο χέρι τους» (αυτό δεν είναι από το δικό σας κείμενο, είναι από το ΚΚΕ, που λέει τα ίδια… αλλά πιο έξυπνα) αποφασίζουν για ολόκληρο τον πλανήτη, για ολόκληρο τον καπιταλισμό, για κάθε χώρα και κάθε χωριό. Από τους νόμους τους δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς και τίποτα. Ακόμα και η ταξική πάλη έχει εξαφανιστεί μπροστά στην παντοδυναμία τους και της αφιερώνονται 2(!) σειρές σε 64 σελίδες!!
Για να σοβαρευτούμε: Ή «η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους» είναι κάποια υπερφυσική δύναμη που με το αόρατο χέρι της κινεί τα πάντα και τότε δεν έχει διαφορά από ένα σεισμό ή ένα τσουνάμι και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις να περάσει. Ή είναι απλά μια έννοια, μια αφαίρεση, μια γενίκευση που πρώτος ανακάλυψε ο Μαρξ, μελετώντας πολύ συγκεκριμένα άπειρο αριθμό συγκεκριμένων στοιχείων και περιπτώσεων, για να δείξει μια γενική ΤΑΣΗ του καπιταλισμού. Τάση, το ονόμαζε ο Μαρξ, όχι νόμο, όχι παγκόσμια δύναμη. Και κάθε φυσικό όπως και κοινωνικό φαινόμενο, δεν εμφανίζεται έξω από συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Δεν υπάρχει γενικώς και για τα πάντα. Ή οι καπιταλιστές παγκοσμίως συνεννοούνται και συγκρίνουν τα ποσοστά κερδών τους και αποφασίζουν μέτρα, ή ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από αναρχία κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Έχει ο παγκόσμιος καπιταλισμός κεντρικό σχεδιασμό;
Στον πολύπαθο τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δεν μιλά μόνο για την πτωτική τάση, μελετά σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο (το 14ο) τις αντίρροπες τάσεις. Αυτές που αναστρέφουν αυτή την ΤΑΣΗ. ΤΑΣΗ. Όχι γεγονός, όχι πραγματικότητα. Τείνει να συμβεί: δεν σημαίνει ότι συμβαίνει.
Κι αυτές είναι: η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η συμπίεση του μισθού εργασίας, το φθήνεμα των μέσων παραγωγής, η ανεργία και τέλος, το εξωτερικό εμπόριο και ο δανεισμός που είναι σύμφυτα. Τι από αυτά δεν μπορεί και δεν κάνει το κεφάλαιο σήμερα; Γιατί λεηλατεί και καταληστεύει λαούς; Γιατί δανείζει; Σελίδες επί σελίδων αναλώνονται στην επανάληψη με όλο και πιο επιστημονικοφανείς λέξεις περί της οργανικής σύνθεσης και της απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας. Για πιο λόγο; Εκεί βρίσκεται το κέντρο βάρους της σημερινής κρίσης; Κάθε εφημερίδα γράφει, σχεδόν καθημερινά, ότι τα παγκόσμια χρέη, δημόσια και ιδιωτικά είναι τουλάχιστον 20 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ. Για ποια υπεραξία που αποσπάται, έτσι ή αλλιώς, μιλάμε; Η πραγματική υπεραξία που παράγει η παγκόσμια εργατική δύναμη, δεν δύναται να υπερβεί το παγκόσμιο ΑΕΠ. Γιατί είναι εμπράγματη. Είναι στα πράγματα που παράγονται. Τα καπιταλιστικά υπερκέρδη προκύπτουν από αυτή την υπεραξία;
Ή θα συζητήσουμε σοβαρά τα λεγόμενα στη σελ. 13 ότι τη δεκαετία του 2000 «το κεφάλαιο συνολικά συνέχιζε για μια περίοδο να έχει κέρδη παρότι δυσκολευόταν να πραγματωθεί ως τέτοιο εξαιτίας… τι άλλο;… του φθίνοντος μέσου ποσοστού κέρδους»;;; Ποια περίοδο «μπούκωσε» το κεφάλαιο από κέρδη και σταμάτησε; Και γιατί τρέχει να σώσει όχι τα κράτη και τις οικονομίες τους, αλλά τις τράπεζες; Γιατί «συλλογικός καπιταλιστής» δεν είναι πια τα κράτη, αλλά τα γιγάντια τραπεζικά μονοπώλια. Φυσικά ούτε τα οικονομικά στοιχεία για τα παγκόσμια χρέη, ούτε η λέξη «μονοπώλια» υπάρχουν μέσα στο κείμενο. Την τάση της «υπερεπέκτασης» του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, την έχει περιγράψει μια χαρά ο Λένιν στον Ιμπεριαλισμό. Τότε ο Ιμπεριαλισμός ήταν στην αρχή του, τώρα είναι στο σάπισμά του και στην ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Κι αν τον αφήσουμε να σαπίζει ασχολούμενοι με αφηρημένες έννοιες, θα πάρει μαζί του όλη την ανθρωπότητα. Δεν χρειάζεται η ανακάλυψη κι άλλων σταδίων.
Θα σας το πω συνδικαλιστικά: Θα βγείτε να συζητήσετε σοβαρά με τον κόσμο ότι μετά τον Ιμπεριαλισμό, ήρθε ο ολοκληρωτικός και τώρα τέλειωσε κι αυτός, κι έρχεται ο «κανιβαλλικός» καπιταλισμός;
Οι εργαζόμενοι, ο λαός, όλος ο κόσμος ξέρει ότι ο καπιταλισμός είναι κακός. Δεν χρειάζεται να του το αποδείξουμε, το ζει! Ένα πράγμα δεν ξέρει, ψάχνει και δεν το βρίσκει, κι όταν ακούει πολλά βαρύγδουπα δεν εμπιστεύεται και καλά κάνει… Προοπτική. Συγκεκριμένη, χειροπιαστή για να αλλάξει η ζωή του προς το καλύτερο.
Σε όλο το κείμενο, που ανακαλύπτονται πολλά και διάφορα για τη φύση του καπιταλισμού, για την Ε.Ε., τις ολοκληρώσεις (που είναι και τάση αλλά και δεν είναι, αλλά τι είναι τελικά κανένας δεν λέει), για τον ελληνικό καπιταλισμό… Που γίνονται προβλέψεις για το πόσο θα κρατήσει η κρίση και πόσο σύντομη θα είναι η ανάκαμψη… Που μιλάει για καινοτόμους κλάδους και «νέες παραγωγικές σχέσεις» στον καπιταλισμό (πολύ θα ήθελα να μάθω ποιες είναι αυτές)… δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο, ένας αριθμός, ένα παράδειγμα, χώρας, κλάδου, επιχείρησης (ένα υπάρχει για την ΤΕΡΝΑ κι είναι λάθος)!!
Για να σταθεί ο ανώφελος βερμπαλισμός γύρω από την υπεραξία ανακαλύπτονται επενδύσεις που κάνει το κεφάλαιο. Ποιες επενδύσεις έγιναν στη χώρα μας από το ιδιωτικό κεφάλαιο και τι τάξης είναι; Τα ξεπουλήματα των δημοσίων επιχειρήσεων είναι επένδυση; Οι εξαγορές επιχειρήσεων είναι επένδυση; Τα δανεικά λεφτά από τους τοκογλύφους που έβαλε το κράτος για αεροδρόμια και αττικές οδούς και παραχώρησε την υποδομή στους ίδιους είναι επένδυση; Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στις τράπεζες και στα χρηματιστήρια από τους ξένους είναι επένδυση; Δείτε μια οικονομική εφημερίδα, μπείτε στο ΙΟΒΕ, έχει όλα τα στοιχεία. Το 80% της εισροής ξένων κεφαλαίων την τελευταία δεκαετία όδευσε στο χρηματιστήριο και στα κρατικά ομόλογα. Έτσι δημιουργήθηκε το χρέος της χώρας. Εκεί βγάζει τα υπερκέρδη του ο σημερινός καπιταλισμός, γι’ αυτό πνίγει ολόκληρες χώρες. Γι’ αυτό θέλει να εξασφαλίσει ότι και τα τρισέγγονά μας θα υπάρχουν για ένα λόγο, να πληρώνουν τους τοκογλύφους.
Θα απαντήσουν σε αυτή την πολύ συγκεκριμένη κατάσταση οι κομμουνιστές; Θα μπουν μπροστά ώστε αυτά τα τεράστια κεφάλαια που απομυζούνται από τη χώρα και το λαό της, να αποδεσμευτούν από το φαύλο κύκλο της καπιταλιστικής κερδοφορίας και να μπουν στην πραγματική παραγωγή; Να αναπτυχθεί αυτή η παραγωγή σε όφελος του λαού και του τόπου;
Οι εργαζόμενοι, οι άνθρωποι δεν είναι επίσης αφηρημένη έννοια. Δεν είναι απλά παραγωγική δύναμη, είναι πραγματικά όντα. Με ανάγκες κι επιθυμίες. Η εργατική τάξη δεν αναπτύσσεται ούτε βιολογικά, ούτε πολιτικά κι επαναστατικά γενικά. Υπάρχει και δρα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Και για συγκεκριμένους λόγους. Όχι γενικά για τη χειραφέτηση της τάξης. Όταν κάνει πολιτικά βήματα, όταν μπορεί να αλλάξει την καθημερινότητά της τότε εμπιστεύεται τον εαυτό της, αποκτά συνείδηση του εαυτού της και των δυνατοτήτων της. Τότε έχει χειραφετηθεί κι έχει μπει μπροστά να χειραφετήσει ολόκληρη την κοινωνία. Θα βοηθήσουμε να κάνει τα πρώτα βήματα; Να σώσει τον εαυτό της, τα παιδιά της και τον τόπο της; Χωρίς αυτά δεν υπάρχει.
Κάπου αντιμετωπίζεται με ειρωνικό τρόπο, η πάλη των εργαζομένων να μην ισοπεδωθούν οι κατακτήσεις που έχουν απομείνει. Βεβαίως, η πάλη δεν γίνεται από το παρελθόν, αλλά ούτε από το μη ορατό μέλλον. Αν σήμερα κάποια πολιτική, συνδικαλιστική, λαϊκή δύναμη κέρδιζε την επαναφορά του ασφαλιστικού καθεστώτος σε αυτό που ήταν πριν 3 χρόνια, δεν θα υπήρχε εργαζόμενος που δεν θα συντασσόταν μαζί της. Το ΕΕΑΜ, η δύναμη που έχτισε το ΕΑΜ, που συγκρότησαν μια χούφτα κομμουνιστών μαζί με τους τότε «πουλημένους» των Σωματείων, απέκτησε κύρος κι εμπιστοσύνη στον κόσμο… πώς;; Εξασφαλίζοντας το 1/3 από το προπολεμικό φαγητό που είχε ο φτωχός στο τραπέζι του. Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα… λέει το τραγούδι. Και γι’ αυτό το εμπιστεύτηκαν να τους σώσει και από τη σκλαβιά και πάλεψαν μαζί του για λαοκρατία! Η νίκη χάθηκε γιατί κι αυτοί αρνήθηκαν να αναλάβουν την διακυβέρνηση πριν γίνει σοσιαλιστική επανάσταση και άφησαν τη διαχείριση στους αστούς!
Όσο για την «ελληνική επέκταση στα Βαλκάνια» με την οποία επιχειρείται πολλά χρόνια κι από πολλούς να καταρριφθεί το γεγονός ότι «η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη (οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά) μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα», δεν θα σας κουράσω. Έχω εδώ ένα φάκελο με παγκόσμια στοιχεία από τον ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, τον ΟΗΕ με τις εισαγωγές κι εξαγωγές κεφαλαίου ανά χώρα και διαχρονικά. Τα έχω δώσει στο ΚΚΕ. Δεν βολεύουν γιατί κι αυτοί ισχυρίζονται τα ίδια με σας. Ρίξτε μια ματιά αν θέλετε. Κι αν διαπιστώσετε ότι η Ζιμπάμπουε, κι η Ουρουγουάη έχουν μεγαλύτερο όγκο και ποσοστό εξαγωγών κεφαλαίου σε γειτονικές χώρες από την Ελλάδα, μπορείτε να τις αποκαλέσετε κι αυτές μικρούς ιμπεριαλιστές.
Μια χώρα που δεν της έχει απομείνει παραγωγικά σχεδόν τίποτε άλλο από τον τουρισμό. Που τη μόνη βαριά βιομηχανία που διαθέτει, τη ΔΕΗ, κάνει διαγωνισμό για ξεπούλημα των κομματιών της η Κομισιόν στις Βρυξέλλες. Που ακόμα και το «ΒΗΜΑ» εγκαλεί τους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες της και τους θυμίζει ότι προορίζονται για παραρτήματα μεγάλων ξένων μονοπωλίων… Που το μισθό των εργαζομένων, τον κρατικό προϋπολογισμό, κάθε νόμο και κάθε εγκύκλιο την αποφασίζουν οι «συλλογικοί καπιταλιστές» του ΔΝΤ και της Κομισιόν… Που οι εντεταλμένοι της τρόικας έχουν εγκαταστήσει τοποτηρητήρια ακόμα κι έξω από τα λογιστήρια των κρατικών υπηρεσιών κι επιχειρήσεων… Που δίνει το 50% του ΑΕΠ της στους τοκογλύφους… Δεν θα την αποκαλούσατε εξαρτημένη; Τι είναι; Μέρος της ανισόμετρης ανάπτυξης; Φυσικά. Αλλά ποιο μέρος της; Γιατί φοβόμαστε τη λέξη; Μήπως για τις ευθύνες που συνεπάγεται; Για τις πραγματικές πολιτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει τότε να πάρουμε;
Τη βάση γι’ αυτές τις πρωτοβουλίες την έχετε σχεδόν έτοιμη. Στις σελίδες 52-53. Θα αφήσετε αυτή την πραγματική δυνατότητα, που προς τιμή σας, μόνο εσείς καταθέτετε σήμερα δημοσίως, να χαθεί μέσα στους ανώφελους σχολαστικισμούς; Ή θα δώσετε αέρα στους εαυτούς σας και σε ένα ολόκληρο κόσμο που περιμένει;
Το πώς γίνεται αυτό, αν οι δυνάμεις επαρκούν και μια σειρά πολύ σοβαρά ζητήματα, δυστυχώς θα μείνουν για άλλη φορά. Από την πλευρά μου δεν μπορώ να επεκταθώ περισσότερο. Κι όμως αυτά θα έπρεπε να συζητάμε σήμερα εδώ, κι αύριο παντού.

ΠΑΠΑΔΕΔΕ ΦΛΩΡΑ
19/3/2011
________________________________________________________

Κείμενο 3: Τάσος Παπαδόπουλος - κείμενο συμβολής για το πανελλαδικό σώμα

Το κείμενο αυτό έχει σκοπό να συμβάλλει δημιουργικά στον διάλογο που έχει ανοίξει στην πορεία προς το πανελλαδικό σώμα με θέμα “καπιταλιστική κρίση και αριστερά”, πατώντας πάνω στο κείμενο εργασίας που κατατέθηκε, αναπτύσσοντας ορισμένες πλευρές του, επεκτείνοντας το σκεπτικό του. Σε καμία περίπτωση, ποτέ, κανένα εισηγητικό κείμενο δε μπορεί να τα πει όλα, και γι' αυτόν ακριβός τον λόγο είναι απολύτως αναγκαίο να κατατίθενται όλες οι απόψεις, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα προσφέρουν στην κοινή μας υπόθεση αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα ότι μια κομμουνιστική οργάνωση πρέπει ν' αναλύει, να στοχάζεται και να σχεδιάζει ως συλλογικός εγκέφαλος και αυτό να είναι η βάση πάνω στην οποία θα εδράζεται η συλλογική δράση.

I. Η ΑΣΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

1. Η τάση για συγκέντρωση – συγκεντροποίηση εντείνεται

Γίνονται και θα συνεχίσουν να γίνονται κινήσεις εξαγορών, συγχωνεύσεων, ανοίγματος κλειστών επαγγελμάτων etc. Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία λιγότερων και ακόμα μεγαλύτερων μονοπωλίων, δεν ανοίγουν όμως το δρόμο για την έξοδο από την κρίση. Μπορεί μέσα από τις συμφωνίες αυτές ο ένας ή ο άλλος καπιταλιστής ή ομάδα καπιταλιστών να βγαίνουν κερδισμένοι στον ανταγωνισμό τους με άλλα κεφάλαια, αλλά η καπιταλιστική παραγωγή και οικονομία συνολικά δεν βοηθιέται να βγει από την κρίση, αφού τα νέα μεγαλύτερα μονοπώλια που δημιουργούνται έχουν ακόμα μεγαλύτερη οργανική σύνθεση και άρα δεν συντελείται καμία πρόοδος στο βασικό επίδικο που είναι η αντιστροφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους.

2. Εντείνεται ο ενδοαστικός ανταγωνισμός για την ηγεμονία

Σε συνθήκες κρίσης δεν εντείνεται μόνο ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μεμονωμένα κεφάλαια αλλά και ανάμεσα στους κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας. Σε αυτό το παιχνίδι της ηγεμονίας πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και πολιτικές αποφάσεις, από τις οποίες πολλές φορές εξαρτάται ποιος θα είναι ο ευνοημένος από τον ανταγωνισμό. Είναι αναμενόμενο, ότι για να βγουν κερδισμένες ορισμένες μερίδες συμφερόντων θα επιδιώξουν (κυρίως εξαγοράζοντας) την ευνοϊκή μεταχείριση από τους πολιτικούς. Δεν πρέπει όμως να μας ξεφεύγει ότι αυτή η πλευρά της κρίσης, οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί, είναι η δευτερεύουσα πλευρά της κρίσης και ότι κυρίαρχη παραμένει η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας.
Κλάδοι που πριν από την κρίση κατείχαν και συνεχίζουν να κατέχουν ηγετική θέση είναι πρώτα από όλα ο χρηματοοικονομικός και πλαισιώνεται από κλάδους όπως καυσίμων – ενέργειας (προς όφελος των οποίων γίνονται οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι πόλεμοι που βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη), φαρμάκου (αρκεί και μόνο να αναλογιστεί κανείς το colpo grosso με τα εμβόλια για τον ιό Η1Ν1) και φυσικά την βιομηχανία της ανθρωποκτονίας (πολεμική βιομηχανία). Κλάδοι που φαίνεται να κερδίζουν έδαφος είναι αυτοί των νέων τεχνολογιών (βιοτεχνολογία, γενετική, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) και ο εφοπλιστικός. Όλοι όμως οι παραπάνω κλάδοι έχουν σχετικά υψηλή οργανική σύνθεση και δε συμβάλουν στην πολυπόθητη αντιστροφή της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Αντίθετα κλάδοι που φαίνεται να υποχωρούν σε αυτόν τον ψυχρό πόλεμο είναι κυρίως αυτός των κατασκευών και των αυτοκινήτων, οι οποίοι παρασέρνουν μαζί τους και κάποιους κλάδους εξόρυξης πρώτων υλών. Επίσης αναμένεται να χάσουν σε σημασία κλάδοι καταναλωτικών ειδών όπως ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια etc.  Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κλάδων εκτός του αυτοκινήτου είναι η σχετικά χαμηλή οργανική σύνθεσή τους. Έτσι λοιπόν ο υποβιβασμός τους στην καπιταλιστική ιεραρχία μάλλον εντείνει την κρίση επιταχύνοντας ακόμα πιο πολύ την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, παρά το ότι επιδίωξη της αστικής τάξης είναι ακριβώς το αντίθετο.

3. Ο οικονομικός εθνικισμός ξανά στο προσκήνιο

Μια άλλη πτυχή του εντεινόμενου ενδοαστικού ανταγωνισμού είναι οι ολοένα και πιο συχνοί εμπορικοί και νομισματικοί πόλεμοι που ξεσπούν. Πρώτα από όλα να τονίσουμε ότι αυτά τα επεισόδια της διαπάλης μεταξύ των κεφαλαίων και των κρατών είναι μία ακόμα απόδειξη της υποκρισίας των κέντρων άσκησης οικονομικής πολιτικής, οι οποίοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους υπέρ του ελεύθερου εμπορίου μόνο όταν αυτό είναι προς όφελος των συμφερόντων που υπηρετούν, αντίθετα γίνονται υπέρμαχοι του προστατευτισμού όταν αυτό επιβάλλεται από τις συνθήκες του ανταγωνισμού.
Η επιβολή προστατευτικών δασμών, ποσοστώσεων σε εισαγωγές, η χειραγώγηση των νομισμάτων και όλες οι συναφής πρακτικές το μόνο αποτέλεσμα που μπορούν να έχουν είναι ένα, πρόσκαιρο συνήθως, όφελος για τις επιχειρήσεις ενός κράτους ή μιας νομισματικής ζώνης και διαρκεί μέχρι να αντισταθμιστεί από ανάλογου βεληνεκούς αντίμετρα από τους ανταγωνιστές. Για τις πραγματικές αιτίες της κρίσης όμως, δηλ στην πτώση του ποσοστού κέρδους, οι πρακτικές αυτές δεν αποτελούν ανασχετικό παράγοντα. Πραγματικά μπορεί π.χ. με ένα πιο αδύναμο νόμισμα μια χώρα – αν είναι εξαγωγική – να  έχει κάποια οφέλη αποσπώντας περισσότερη υπεραξία, αυτή όμως προκύπτει μόνο από κάποια αντίστοιχη απώλεια κάποιας ανταγωνίστριας και όχι από την συνολική αύξηση της υπεραξίας, πολύ περισσότερο του ποσοστού της. Αντίστοιχα συμπεράσματα βγαίνουν από την ανάλυση των προστατευτικών μέτρων. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε με ασφάλεια ότι αυτές οι μάχες μπορεί να αποφέρουν πρόσκαιρα οφέλη σε κάποια κεφάλαια, δεν αποτελούν όμως σε καμία περίπτωση δρόμο για έξοδο από την κρίση.

4. Το ανακάτεμα της τράπουλας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα

Η μέχρι σήμερα παγιωμένη μοιρασιά της παγκόσμια παραγόμενης υπεραξίας, από την οποία κερδισμένοι βγαίνουν οι ηγετικοί κλάδοι (με απόλυτο κυρίαρχο τον χρηματοοικονομικό) και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα Ε.Π.Α., Ιαπωνία και ΕΕ τείνει να αμφισβητηθεί κυρίως ως προς το ποια μερίδα ιμπεριαλιστών θα έχει τα πρωτεία στη μοιρασιά της υπεραξίας. Σε αυτό το παιχνίδι μπαίνουν δυναμικά νέοι παίκτες και κυρίως οι Ρωσία, κίνα και Ινδία, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στο club των μεγαλύτερων οικονομιών και διεκδικούν αναβαθμισμένο ρόλο για τον εαυτό τους.
Από τις ορατές μέχρι σήμερα ενδείξεις φαίνεται να δημιουργούνται δύο ισχυρά μπλοκ δυνάμεων από τα οποία το ένα, με ηγετικές δυνάμεις τις Ε.Π.Α., την Ιαπωνία και το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ, επιδιώκει τη διατήρηση του σημερινού status quo (μπλοκ κατεστημένου), ενώ το άλλο επιθυμεί μια ανακατανομή στη μοιρασιά της παγκόσμιας υπεραξίας διεκδικώντας για τον εαυτό του μεγαλύτερο μερίδιο (μπλοκ διεκδικητών). Ηγετικές δυνάμεις στο δεύτερο μπλοκ είναι η Ρωσία και η κίνα, ενώ υπάρχουν και αρκετές ενδείξεις ότι και η Γερμανία συντάσσεται μαζί τους (για την ιστορία να αναφέρουμε ότι είναι η τρίτη φορά που η Γερμανία επιδιώκει να εκθρονίσει τις ηγετικές δυνάμεις και να καθίσει η ίδια στη θέση τους – τις δύο προηγούμενες φορές με τους δύο παγκόσμιους πολέμους). Ως τέτοιες μπορούν να θεωρηθούν οι ισχυροί πολιτικοοικονομικοί δεσμοί που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας κυρίως μέσα από την ενεργειακή συνεργασία, η επιδιωκόμενη αύξηση των οικονομικών σχέσεων με την κίνα, αλλά και το γεγονός ότι η γερμανική αστική τάξη, έχοντας νικήσει έστω και προσωρινά στον πόλεμο με την γερμανική εργατική τάξη, έχει αναβαθμιστεί στον ανταγωνισμό της με τις άλλες αστικές τάξεις και διεκδικεί αυξημένο μερίδιο για τον εαυτό της.
Η Ινδία φαίνεται να επιδιώκει να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της συμμαχώντας με τον μπλοκ του κατεστημένου και σε αντιπαράθεση με την κίνα. Ερωτηματικό αποτελεί η μεγάλη Βρετανία, της οποίας η ειδική σχέση (special relationship) με τις Ε.Π.Α. μάλλον πλησιάζει προς τη δύση της, παρά το γεγονός ότι και οι δύο οικονομίες έχουν υπεραναπτυγμένο το χρηματοοικονομικό και ειδικά το χρηματιστηριακό κεφάλαιο.

5. Ο εφιάλτης του πολέμου, συστατικό στοιχείο της αστικής στρατηγικής

Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τον πλανήτη, το φάντασμα του πολέμου!
Από την προηγούμενη ανάλυση προκύπτει ότι η αστική τάξη δεν έχει αποτελεσματική στρατηγική εξόδου από την κρίση, στρατηγική, η οποία να εγγυάται την αντιρρόπηση της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Τέτοιες καταστάσεις έχουν υπάρξει ξανά στο παρελθόν για το καπιταλιστικό σύστημα και ξεπεράστηκαν οριστικά μόνο με πολέμους.
Ο πόλεμος δίνει λύσεις εκεί όπου η καπιταλιστική οικονομία αποτυγχάνει. Ταυτόχρονα βέβαια βάζει και τις βάσεις για να δημιουργηθούν ακόμα πιο οξείες, ακόμα πιο ανυπέρβλητες, ακόμα μεγαλύτερης έκτασης αντιθέσεις, αλλά ο καπιταλιστής δε σκοτίζεται με τέτοιες σκέψεις, αφού η μόνη επιδίωξή του είναι το άμεσο κέρδος. Η λύση που δίνει ο πόλεμος προέρχεται μέσα από τις καταστροφές που προκαλεί τόσο στον υλικό πλούτο, με καταστροφές εμπορευμάτων, κτιρίων, μηχανημάτων, υποδομών etc. όσο και ανάμεσα στους ανθρώπους. Για την καπιταλιστική οικονομία και τα δύο έχουν τεράστια σημασία.
Η υλική καταστροφή και κυρίως η καταστροφή κτιρίων και υποδομών θέτει σε κίνηση, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα, τον κλάδο των κατασκευών προκειμένου να αποκατασταθούν οι καταστροφές που προκλήθηκαν. Για την αποκατάσταση των απωλειών θα κινητοποιηθούν επίσης και ορυχεία, προκειμένου να προμηθεύσουν τα απαραίτητα υλικά για την παραγωγή. Και οι δύο αυτοί κλάδοι είναι σχετικά χαμηλής οργανικής σύνθεσης και η μαζική παραγωγή σε αυτούς θα λειτουργήσει αναζωογονητικά για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα με την καταστροφή υλικού πλούτου λειτουργεί ευεργετικά για τον καπιταλισμό η συστηματική δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων, επειδή τον απαλλάσσει από τα έξοδα για την συντήρησή τους, δεδομένου ότι σε περιόδους κρίσης δε μπορεί να τους αξιοποιήσει παραγωγικά. Το πόσο μεγάλη σημασία έχει η εξολόθρευση εξαθλιωμένων μαζών παρουσιάζεται με τον πιο δεικτικό τρόπο στο Μανιφέστο: “Όπως είδαμε, όλες οι προηγούμενες κοινωνίες στηρίζονταν στην αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις που καταπιέζουν και σε τάξεις που καταπιέζονται. Για να μπορεί όμως κανείς να καταπιέζει μια τάξη, πρέπει να εξασφαλίσει στην τάξη αυτή τέτοιους όρους ύπαρξης, που να της δίνουν τη δυνατότητα να ζει τουλάχιστον τη ζωή του σκλάβου. Ο δουλοπάροικος στην εποχή της φεουδαρχίας κατάφερε ν' ανέβει με τη δουλειά του και να γίνει μέλος της κοινότητας, όπως και o μικροαστός κατάφερε να γίνει αστός κάτω από το ζυγό του φεουδαρχικού απολυταρχισμού. Αντίθετα, ο σύγχρονος εργάτης, αντί ν' ανυψώνεται με την πρόοδο της βιομηχανίας, βυθίζεται όλο και πιο χαμηλά, πιο κάτω ακόμα κι από τις συνθήκες ζωής της ίδιας του της τάξης. Ο εργάτης πέφτει στην αθλιότητα και η μαζική αθλιότητα αυξάνει ακόμα πιο γρήγορα από τον πληθυσμό και τον πλούτο. Έτσι γίνεται φανερό ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει άλλο κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλει στην κοινωνία σαν ρυθμιστικό νόμο τους όρους ύπαρξης της τάξης της. Είναι ανίκανη να κυριαρχεί γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στο σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμα και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή αντί να τρέφεται η ίδια απ' αυτόν. Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της αστικής τάξης δεν συμβιβάζεται άλλο με την κοινωνία.” Έτσι κατανοούμε καλύτερα την επιδίωξη των καπιταλιστών για διάλυση του κοινωνικού κράτους, αλλά γίνεται ταυτόχρονα φανερό ότι η επιδίωξή τους αυτή φτάνει στα απώτατα όριά της μέσα από την πολεμική εξολόθρευση των μαζών.
Ο πόλεμος, δεν είναι μόνο αποτελεσματικό μέσο για να πάρει μπροστά η καπιταλιστική παραγωγή. Ταυτόχρονα μέσα από τις θηριωδίες του επιλύονται και άλλα ζητήματα εξ' ίσου σημαντικά για τους αστούς. 1. Επιλύεται το ζήτημα της ηγεμονίας και ξαναμοιράζεται σε παγκόσμια κλίμακα η πίτα της υπεραξίας, τόσο ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όσο και ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής. 2. Μπαίνει σε κίνηση ένας γιγάντιος μηχανισμός παραγωγής κερδών, με προνομιακούς παίκτες τις τράπεζες και την βιομηχανία της ανθρωποκτονίας. Είναι γνωστές και διδακτικές οι εμπειρίες κυρίως του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και ειδικά το πώς τραπεζίτες και βιομήχανοι έκαναν μπίζνες και με τις δύο εμπόλεμες πλευρές. Και 3. με τον πόλεμο επιδιώκουν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις να συνθλίψουν  κάθε ανατρεπτική εστία στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, αξιοποιώντας τον ως τον απόλυτο μηχανισμό για να καθυποτάξουν οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά την εργατική τάξη.
Συμπερασματικά μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ενδεχόμενο η αστική τάξη να καταφύγει και πάλι στον πόλεμο για να ξεπεράσει την κρίση είναι κάτι παραπάνω από πιθανό. Οι εκτεταμένες φυσικές καταστροφές με τις πρόσφατες πλημμύρες στην Αυστραλία ή πριν λίγα χρόνια στην Ευρώπη, τους μεγάλους σεισμούς που έγιναν τα τελευταία χρόνια σε όλο τον πλανήτη, αλλά και η αγνώστων ακόμα διαστάσεων πυρηνική απειλή από του γιαπονέζικους αντιδραστήρες, που σκάνε ο ένας μετά τον άλλο, δε φαίνονται ικανές να μπορούν να αντικαταστήσουν το σύνολο των αποτελεσμάτων τα οποία επιτυγχάνονται με τον πόλεμο.

II. ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Το επαναστατικό πρόγραμμα είναι αναμφισβήτητα η αιχμή του δόρατος στην πορεία για την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Συμπυκνώνει ταυτόχρονα την άρνηση της σημερινής κοινωνίας με τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της, και τη θετική πρόταση για μια νέα κομμουνιστική κοινωνία, σκιαγραφώντας τα χαρακτηριστικά της. Απευθύνεται στο σήμερα, μπορεί όμως να υλοποιηθεί μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού.
Για να γινόμαστε πιο πειστικοί και αιχμηροί χρειάζεται να αναπτύξουμε ορισμένα σημεία στην πολιτική μας παρέμβαση:
Η παρακολούθηση, μελέτη, κριτική και ερμηνεία της συνεχιζόμενης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, των απότομων περιπλοκών της και των αποτελεσμάτων της, τα οποία σφραγίζουν τη σύγχρονη εποχή και τη σχέση της με τη σύγχρονη εργατική τάξη, με την αντικαπιταλιστική πολιτική τακτική και τη στρατηγική επαναστατική διέξοδο για την κομμουνιστική απελευθέρωση
Η βαθύτερη διευκρίνιση, ανάπτυξη και προβολή της πολιτικής μας πρότασης για την ανατροπή της επίθεσης και του σφαγείου κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ και κεφαλαίου, η συγκεκριμενοποίηση, εμπλουτισμός και ευέλικτη προσαρμογή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος στις περιπλοκές της κρίσης και στις απότομες αλλαγές της ταξικής πάλης.
Η σύνδεση της πολιτικής μας και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος που προτάσσουμε σήμερα με την εργατική εξουσία, τη νέα σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική. Η σύνδεση αυτή δεν κρίνεται σε μια αναφορά στα κείμενα. Πρόκειται για την ανάγκη να «χρωματίζονται» οι στόχοι από το επαναστατικό και κομμουνιστικό στοιχείο της νέας εποχής, να προβάλλονται ενιαία και όχι αποσπασματικά, αλλά ούτε δογματικά –και άρα αφομοιώσιμα- να φτάνει η κριτική στον καπιταλισμό ως τα βαθύτερα θεμέλιά του (την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και την υπεραξία, το αστικό κράτος και πολιτισμό), να προβάλλεται η θέση ότι η ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος μπορεί να υπάρξει μόνο με την εργατική εξουσία, με την ανατροπή του καπιταλισμού, με τα βήματα στην κατεύθυνση της πλήρους εργατικής δημοκρατίας και της διεθνιστικής κομμουνιστικής απελευθέρωσης.” (Απόφαση της ΠΕ του Νοέμβρη 2010).

1. The 50 billion Euro party

Είναι απολύτως βέβαιο ότι κανένας αγωνιστής δεν αιφνιδιάστηκε από την ανακοίνωση του προγράμματος ξεπουλήματος των 50 δις. Όλοι γνωρίζαμε ότι η επιχείρηση διάλυσης των εργασιακών, μισθολογικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων μας δε σχεδιάστηκε μόνο και μόνο για να εκτιναχθεί η κερδοφορία των ελλήνων καπιταλιστών – βέβαια και γι' αυτό –, αλλά και για να διασφαλίσει από τώρα την μελλοντική κερδοφορία των πολυεθνικών που θα αγοράσουν κοψοχρονιάς στην Ελλάδα. Στην πορεία θα αποδειχτεί ότι το πάρτυ αυτό των 50 δις θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών στην Ελλάδα – που μπροστά του ο Κοσκωτάς, το βατοπέδι, η siemens και οι ολυμπιακοί όλα μαζί συναθροιζόμενα θα ωχριούν– ίσος και σε ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως.
Στη διαδικασία υλοποίησης του προγράμματος αυτού το πρόγραμμα ξεπουλήματος θα προκαλέσει κινηματικά γεγονότα για την αποτροπή ιδιωτικοποιήσεων επιχειρήσεων, εκτάσεων γης, ορυχείων, συχνοτήτων, υποδομών etc. στα οποία θα πρωταγωνιστήσουν πολιτικές οργανώσεις, φορείς εργαζομένων, κινήματα πόλης, τοπικοί φορείς etc. Το ζητούμενο από τη δική μας πλευρά είναι 1. να καταφέρουμε να συνολικοποιήσουμε αυτήν την αντίδραση και να τη στρέψουμε εναντίων της ασκούμενης πολιτικής, της κυβέρνησης και του καπιταλισμού γενικά και 2. να προβάλλουμε τη δική μας θετική πρόταση.

2. Ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά με ποια θέση?

Έχουμε ήδη διατυπώσει τη θέση μας για τις επιχειρήσεις που κλείνουν και για τους στρατηγικούς τομείς της οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, η οποία βέβαια εκφράζεται με μία ποικιλία διατυπώσεων. Συγκεκριμένα διατυπώνεται ως “πέρασμα στο δημόσιο με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο” στην απόφαση τη ΠΕ του Μαΐου 2010 ή ως “εθνικοποίηση με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο” στην απόφαση του γραφείου της ΠΕ του Απριλίου 2010, στο τετρασέλιδο της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. για την καμπάνια του γίνε μέλος, στην προκήρυξη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. για τον προϋπολογισμό του 2011, στο 2φυλλο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής στην περιφέρεια αττικής ή τέλος ως “κρατικοποίηση με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο” στο τετρασέλιδο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην περιφέρεια κεντρικής μακεδονίας. Όποια κι αν είναι όμως η διατύπωση ο κεντρικός πυρήνας της παραμένει η αναφορά στο κράτος, αφού η “κρατικοποίηση” και το “πέρασμα στο δημόσιο” παραπέμπουν ευθέως στο κράτος, ενώ και η “εθνικοποίηση”, όπως ιστορικά έχει διαμορφωθεί ως έννοια, σημαίνει την κρατικοποίηση ιδιοκτησίας που ανήκει σε ξένα, κυρίως ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και συνδέθηκε κυρίως με εθνικοαπελευθερωτικές ανατροπές και όχι με αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις με προοπτική τον κομμουνισμό.
Αν όμως ανατρέξουμε στους κλασσικούς θα διαπιστώσουμε ότι η άποψή τους για τις σχέσεις ιδιοκτησίας στον σοσιαλισμό – κομμουνισμό είναι αυτή της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Κορυφαία διατύπωση αυτής της άποψης είναι το σημείο της κριτικής του προγράμματος της Gotha: Σε αυτή “ τη συντροφική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μία εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα και όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η διατύπωση για εθνικοποίηση etc. είναι προβληματική από πολλές πλευρές. 1. Ιστορικά όπως έχει διαμορφωθεί το κράτος δεν αποτελεί την έκφραση του κοινωνικού συνόλου – πως θα μπορούσε άλλωστε σε μια ταξική κοινωνία – αλλά χρησιμοποιείται πάντα από μία οικονομική – πολιτική μειοψηφία για την προώθηση των δικών της ιδιοτελών συμφερόντων (είτε μιλάμε για φιλελεύθερα κράτη είτε για κράτη της “μεικτής οικονομίας” είτε για αυτά του ανύπαρκτου σοσιαλισμού). 2. Ομοίως και η κρατική ιδιοκτησία χρησιμοποιείται για τους ίδιους σκοπούς. Η διαχείρισή της γίνεται ερήμην του πραγματικού ιδιοκτήτη της που είναι οι εργαζόμενοι ως παραγωγοί του πλούτου και ως φορολογούμενοι. Μπορεί να πουληθεί, να μετοχοποιηθεί, να ενοικιαστεί ή και να εκχωρηθεί ακόμα και χωρίς αντάλλαγμα. Συχνά πυκνά μάλιστα η διαχείρισή της, σε δύση και ανατολή, έγινε και θα γίνεται πηγή σκανδάλων. 3. Η πρότασή μας προφανώς δεν έχει καμία σχέση με αυτόν τον τύπο κράτους, αφού μιλάμε για ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, τσάκισμα του αστικού κράτους και εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, η οποία “δεν είναι κράτος με την κυριολεκτική έννοια, είναι «μισοκράτος», καθώς στόχος της είναι όχι η μετατροπή της σε αέναο εξουσιαστικό στάτους κβο, αλλά η πορεία απονέκρωσης – μαρασμού της ως κρατικής μορφής, στο πλαίσιο της πορείας προς τον κομμουνισμόόπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο εργασίας. Επίσης, η βαθύτερη έννοια του εργατικού – κοινωνικού ελέγχου είναι, ότι δε μπορεί να αποφασιστεί κανενός είδος αξιοποίηση ή ιδιοκτησιακή μεταβολή της περιουσίας χωρίς της έγκριση των άμεσων ιδιοκτητών δηλ των παραγωγών του πλούτου. 4. Αλλά και για το σήμερα ακόμα η υπεράσπιση του αστικού κράτους και της ιδιοκτησίας του δε μπορεί να αποτελεί αιχμή του κομμουνιστικού και του εργατικού κινήματος. Μπορούμε να μπούμε στο δίλημμα αν θα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του κατεστημένου μέσα από ιδιωτικές επιχειρήσεις ή από το αστικό κράτος? Και αν σε προηγούμενες περιόδους η διαφύλαξη κάποιων κατακτήσεων είχε ακόμα το νόημά της, σήμερα που έχουν ανατραπεί όλα τα κεκτημένα της εργατικής τάξης, μπορούμε να έχουμε την ίδια στάση? Και 5. η διατύπωση για εθνικοποίηση δεν  φτάνει τη κριτική στον καπιταλισμό ως τα βαθύτερα θεμέλιά του (την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και την υπεραξία, το αστικό κράτος και πολιτισμό), να προβάλλεται η θέση ότι η ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος μπορεί να υπάρξει μόνο με την εργατική εξουσία, με την ανατροπή του καπιταλισμού, με τα βήματα στην κατεύθυνση της πλήρους εργατικής δημοκρατίας και της διεθνιστικής κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Λαμβάνοντας υπ' όψη τις παραπάνω παρατηρήσεις η θέση μας για το τραπεζικό σύστημα, τους στρατηγικούς τομείς και τις επιχειρήσεις που κλείνουν μάλλον θα πρέπει να διατυπωθεί, χρησιμοποιώντας την παλαιά μαρξική έκφραση, ως κοινωνικοποίηση με εργατικό – κοινωνικό έλεγχο. Η χρήση της παλαιάς μαρξικής ορολογίας αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο επικείμενο πάρτυ των 50 δις €. Εδώ ελλοχεύει άμεσα ο κίνδυνος να εγκλωβιστούμε στο δίλημμα κρατική ιδιοκτησία με ρεμούλες και σπατάλες ή ξεπούλημα τους ιδιώτες για να έχουμε ανάπτυξη. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε – ή μήπως πρέπει να αξιοποιήσουμε – την αιώνια προπαγάνδα της αστικής τάξης για το σπάταλο και αντιπαραγωγικό κράτος. Η προπαγάνδα αυτή στο μεγαλύτερο μέρος της είναι παραπλανητική πατάει όμως πάντα σε πραγματικά γεγονότα και σε υπαρκτές καταστάσεις και για αυτό το λόγο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού δεν είναι διατεθειμένο να υπερασπιστεί την κρατική ιδιοκτησία ακριβώς επειδή σε τελευταία ανάλυση δεν την αισθάνεται δική του. Από την άλλη μεριά, τώρα σε συνθήκες κρίσης, αρχίζει και αποδομείται η αντίληψη ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι αποδοτικός και παράγει κέρδη, αντίθετα γίνεται ολοφάνερο ότι η επιδίωξη του ατομικού κέρδους οδηγεί στην εξαθλίωση των εργαζομένων. Αξιοποιώντας λοιπόν την απαξίωση που υπάρχει τόσο για το κράτος όσο και για τους ιδιώτες, η προβολή της πρότασης για κοινωνική ιδιοκτησία μπορεί να πατήσει πάνω σε αντιλήψεις ήδη διαμορφωμένες και επιπλέον να “φτάνει τη κριτική στον καπιταλισμό ως τα βαθύτερα θεμέλιά του (την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και την υπεραξία, το αστικό κράτος και πολιτισμό), να προβάλλεται η θέση ότι η ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος μπορεί να υπάρξει μόνο με την εργατική εξουσία, με την ανατροπή του καπιταλισμού, με τα βήματα στην κατεύθυνση της πλήρους εργατικής δημοκρατίας και της διεθνιστικής κομμουνιστικής απελευθέρωσης.” Η θέση αυτή θα μπορούσε να βγει προς τα έξω με ένα σύνθημα του είδους: ΟΥΤΕ ΙΔΙΩΤΙΚΗ, ΟΥΤΕ ΚΡΑΤΙΚΗ. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ (π.χ της ΔΕΗ etc.)

3. Για την εργατική εξουσία

Ενώ έχουμε διατυπώσει ένα σχετικά πλήρες πρόγραμμα στο οικονομικό πεδίο, η ανάπτυξη του προγράμματος για την εργατική εξουσία έχει ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά της. Στους οικονομικούς – κοινωνικούς σχηματισμούς πριν τον καπιταλισμό όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στο πρόσωπο του μονάρχη. Η αστικές επαναστάσεις σαρώνοντας όλες τις κοινωνικές σχέσεις της φεουδαρχίας ανέτρεψαν και την συγκέντρωση των εξουσιών σε ένα πρόσωπο και καθιέρωσαν την διάκριση των εξουσιών, η οποία μέχρι και σήμερα αποτελεί θεμέλιο λίθο του αστικού κράτους. Ο αρχικά προοδευτικός χαρακτήρας της διάκρισης των εξουσιών εκφυλίστηκε στην πορεία και σήμερα πια αποτελεί κενό γράμμα. Οι τρεις εξουσίες, οι οποίες υποτίθεται ότι η μία ελέγχει την άλλη, έχουν μετατραπεί όλες τους σε πειθήνια όργανα του κεφαλαίου και μαζί με τα ΜΜΕ, την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την εκκλησία etc. συγκροτούν ένα συμπαγές μπλοκ οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας πάνω στην εργατική τάξη.
Η εργατική δημοκρατία, ως η πιο πλατιά και αδιαμεσολάβητη μορφή δημοκρατίας, άρα και κράτους, που μπορεί να γνωρίσει η ανθρωπότητα οφείλει να συγκεντρώσει και πάλι όλες τις εξουσίες σε έναν φορέα αυτήν τη φορά όμως όχι μονοπρόσωπο αλλά αντίθετα συλλογικό (και άρα έχουμε να κάνουμε με ανώτερη ποιότητα της συγκέντρωσης εξουσίας), στον ίδιο τον κόσμο της εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούμε από τώρα να θέσουμε ορισμένα βασικά ζητήματα όπως το να περάσει η αρμοδιότητα της καθιέρωσης κανόνων – νόμων, και της εκδίκασης περιπτώσεων παραβίασής τους στην ίδια την τάξη.
Πρακτικά για το σήμερα ζητάμε τη διενέργεια δημοψηφισμάτων για όλα τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν τους εργαζόμενους, ενώ η λειτουργία της παραγωγής δικαίου μπορεί να πάρει τη πλήρη μορφή μόνο μετά την επανάσταση. Αντίστοιχα μπορεί να τεθεί και το αίτημα της λαϊκής δικαιοσύνης για το σήμερα με τη μορφή διεκδίκησης του να εκλέγονται οι δικαστές από τον λαό ή καλύτερα να καθιερωθούν δικαστήρια με μέλη εκλεγμένα από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Φυσικά τα δικαστήρια αυτά θα ασχολούνται με υποθέσεις που αφορούν το κίνημα ή διαφορές εργαζομένων με εργοδότες και δε μπορούν σε καμία περίπτωση να υπεισέλθουν σε θέματα ενδοαστικών ή εμπορικών διαφορών. Και αυτή η πτυχή της άσκησης εξουσίας μπορεί να ξεδιπλωθεί στην ολότητά της μόνο μετά την επανάσταση.
Τα αιτήματα αυτά υπήρχαν σε πολλά προγράμματα επαναστατικών κομμάτων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

IV. ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΛΗ

Στην εποχή της αχαλίνωτης ιδεολογικής τρομοκρατίας, που έχει εξαπολύσει ο αστικός συνασπισμός εξουσίας, η εργατική στρατηγική δεν έχει ελπίδες να νικήσει αν δεν απαντήσει πειστικά στις αστικές ιδεοληψίες, όχι μόνο σε αυτές που είναι του συρμού σήμερα, με τα spreads, το χρέος, τα ευρωομόλογα etc., αλλά και κυρίως με τους διαχρονικούς μύθους, με τους οποίους έχουν υπνωτίσει τους εργαζόμενους, και οι οποίοι δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αποτελούν την πεμπτουσία για την υποταγή των εργαζομένων, το θεμέλιο, πάνω στο οποίο εδράζεται τελικά η αστική ηγεμονία μέσα στην σύγχρονη κοινωνία. Έχει κεφαλαιώδη σημασία να ξεμπερδεύουμε με τους μύθους και τα ιδεολογήματα, με τα οποία μας βομβαρδίζουν δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες, αυτή τη φορά όμως ανατρέποντάς τα μέσα από αποτελέσματα της κρίσης. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται μερικοί, με έναν σύντομο σχολιασμό. Θα μπορούσαν αυτοί και πολλοί άλλοι να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας εσωτερικά στο ΝΑΡ, στην ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., στα σωματεία και το αποτέλεσμα θα πρέπει να προπαγανδίζεται μαζικά στους εργαζόμενους, με εκδηλώσεις, συζητήσεις, μπροσούρες etc.

1. Laissez faire – laissez  passer

Το Α και το Ω της αστικής πολιτικής οικονομίας συνοψίζεται στη πασίγνωστη φράση του Smith: “Επομένως, καθώς κάθε άτομο προσπαθεί, όσο του είναι δυνατόν, να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιό του για τη στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας, και να κατευθύνει αυτή τη βιομηχανία έτσι ώστε η παραγωγή της να έχει τη μέγιστη δυνατή αξία, κάθε άτομο εργάζεται κατ' ανάγκην για να καταστήσει το ετήσιο εισόδημα της κοινωνίας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο. Μάλιστα, γενικά, ούτε προτίθεται να προωθήσει το δημόσιο συμφέρον, ούτε γνωρίζει σε ποιο βαθμό το προωθεί. Προτιμώντας να στηρίξει την εγχώρια και όχι την ξένη βιομηχανία, στοχεύει μόνο στη δική του ασφάλεια. Και κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιείται η αξία της παραγωγής της, στοχεύει μόνο στο δικό του κέρδος, και για το σκοπό αυτό, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι στο να προωθεί ένα στόχο που δεν αποτελεί μέρος των προθέσεών του. Ούτε είναι πάντα κακό για την κοινωνία το ότι αυτό δεν αποτελεί μέρος των προθέσεων του. Ακολουθώντας το δικό του συμφέρον, προωθεί συχνά αυτό της κοινωνίας αποτελεσματικότερα απ' ό,τι αν πραγματικά προσπαθεί να το προωθήσει”.
Και να που οι καπιταλιστές (γιατί αυτούς εννοεί ως άτομα) είναι αυτοί που κατά γενική ομολογία μας ρίξανε στη κρίση. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια της ανάπτυξης ο ένας κανόνας ρύθμισης της αγοράς κατέρρεε μετά τον άλλον και όσο οι αγορές απελευθερωνόταν τόσο η καπιταλιστική οικονομία κινούνταν με ακόμα πιο μεγάλη και ασυγκράτητη ορμή προς το βράχο της κρίσης, στον οποίο συντρίφτηκε με πάταγο. Η ελεύθερη, αυθόρμητη, αρρύθμιστη δράση των καπιταλιστών είναι αυτή που στόμωσε τελικά την παραγωγή, έριξε εκατομμύρια ανθρώπων στην εξαθλίωση. Σήμερα συνυπάρχουν κλειστά εργοστάσια και άνεργοι εργάτες ταυτόχρονα με τις ανικανοποίητες ανάγκες των ανθρώπων, απλά και μόνο επειδή η ελεύθερη αγορά δε μπορεί να βάλει σε λειτουργία εργοστάσια, απασχολώντας ανέργους με σκοπό να καλύψει ανάγκες της κοινωνίας με τρόπο που να παράγει ικανοποιητικό κέρδος. Και μάλιστα όσο πιο απελευθερωμένες είναι οι αγορές, τόσο πιο οξυμένες είναι αυτές οι αντιθέσεις. Η αυταπάτη ότι το “καλό” της κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί όταν όλοι (οι καπιταλιστές) κυνηγάνε το ατομικό τους συμφέρον, με την επίκληση του αόρατου χεριού της αγοράς, κατέρρευσε με το πρώτο αεράκι της κρίσης όπως ένας πύργος από τραπουλόχαρτα.

2. Ο επιχειρηματίας διακινδυνεύει τα κεφάλαιά του

Τι πιο γελοίο από αυτό! Μόνο για την αντιμετώπιση της κρίσης και μόνο τα τελευταία τρία χρόνια οι τράπεζες έχουν καταβροχθίσει στην ΕΕ 4,5 τρις € και στην Ελλάδα 100 δις €. Αυτά είναι κεφάλαια των τραπεζιτών? Να αναφέρουμε επίσης τους αλλεπάλληλους “αναπτυξιακούς νόμους” με τους οποίους πάσης φύσεως επιχειρηματίες επιδοτούνται για την πραγματοποίηση επενδύσεων, αλλά και τις επιδοτήσεις στα ένσημα και τους μισθούς που λαμβάνουν επιχειρήσεις προκειμένου να απασχολούν προσωπικό.
Πέρα από αυτό είναι συνήθη πρακτική οι καπιταλιστές να μη ρισκάρουν δικά τους κεφάλαια, αντίθετα προτιμούν να παίρνουν δάνεια. Είναι αναγκασμένοι βέβαια να πληρώνουν τόκους, αλλά έτσι έχουν τη σιγουριά ότι αν κάτι πάει στραβά δε θα χάσουν τις περιουσίες τους, η δε τράπεζα ας πάρει την επιχείρηση. Η υπεραξία που έχουν ρουφήξει στο μεταξύ μένει ανέγγιχτη.

3. το επιχειρηματικό κέρδος αποτελεί αμοιβή του επιχειρηματία για το ρίσκο και την εργασία του

Όπως δείξαμε παραπάνω, το ρίσκο του επιχειρηματία μάλλον ανήκει στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, τουλάχιστο όταν μιλάμε για μονοπώλια.  Όσο για τη δουλειά του, αυτή συνίσταται στο να αγοράζει και να πουλάει μετοχές και να πιέζει για μεγαλύτερη παραγωγικότητα και για αύξηση των κερδών. Τα πολυάριθμα αυτοδιευθυνόμενα εργοστάσια, που διαχειρίζονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη ότι οι εργαζόμενοι μπορούν και χωρίς αφεντικά. Έτσι αποδεικνύεται μύθος το ότι για την εργασία του επιχειρηματία, δηλ για τη διοίκηση, τη διαχείριση, τον συντονισμό etc., χρειάζονται κάποιες υποτιθέμενες ειδικές γνώσεις, ταλέντα, αποφασιστικότητα που δε διαθέτουν όλοι κοκ, και αφού την εργασία αυτή μπορεί να την κάνει ο καθένας, σίγουρα δε δικαιολογείται κάποια ιδιαίτερη αμοιβή για αυτήν.

4. Ανεργία οφείλεται στο ότι δεν αφήνουμε τις δυνάμεις της αγοράς να δράσουν

Αυτό μάλιστα ήταν και το θέμα του φετινού βραβείου νόμπελ. Με λίγα λόγια η άποψη αυτή ισχυρίζεται ότι αν στην αγορά εργασίας οι δυνάμεις της αγοράς αφεθούν ελεύθερες, τότε το αόρατο χέρι θα φέρει τα πράγματα έτσι ώστε να έχουμε πλήρη απασχόληση. Και αντίστροφα το γεγονός ότι σήμερα έχουμε ανεργία οφείλεται στο γεγονός ότι οι δυνάμεις της αγοράς δεν αφήνονται ελεύθερες να δράσουν και οι νόμοι της στρεβλώνονται από νομοθετικούς περιορισμούς, συνδικάτα, συλλογικές συμβάσεις etc. 
Με αυτή τους την άποψη οι απολογητές των νόμων της αγοράς (δηλ. ακριβοπληρωμένοι προφέσορες στα καλύτερα κολέγια, αναλυτές διεθνών οίκων και χρηματοοικονομικών ομίλων, οικονομολόγοι σε διεθνής οργανισμούς και σε think tanks – και ο γλοιώδης αυτός κατάλογος δεν έχει τέλος) αποδεικνύουν απλά και μόνο το πόσο ξεπουλημένοι ή το πόσο ανίκανοι είναι. Η δουλικότητα ή η ανικανότητά τους είναι τόσο μεγάλη, που ως στρέβλωση της αγοράς αναγνωρίζουν μόνο τα συνδικάτα και την εργατική νομοθεσία, την πάλη δηλ των εργαζομένων και όσα αυτή κατάφερε να κατακτήσει. Αντίθετα την οργανωμένη πάλη των καπιταλιστών μέσα από τα όργανά τους (ΣΕΒ etc.), τη νομοθεσία που είναι ευνοϊκή γι' αυτούς, όλους τους κρατικούς, ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που δουλεύουν γι' αυτούς, όλα αυτά τα θεωρούν κάτι σαν φυσική κατάσταση.

______________________________________________________

Κείμενο 2: Δημήτρης Αργυρός- Το παρόν του κομμουνισμού της «γενικής διάνοιας»

Όπως όλα τα κείμενα έτσι και το κείμενο εργασίας «καπιταλιστική κρίση και Αριστερά» είναι ένα    ανοικτό σύστημα σημείων και σημαινόμενων, ανάγνωσης, μεταφοράς και διαφοράς. Ένα κείμενο ανοικτό σε κάθε μορφή επανανοηματοδότησης και αμφισβήτησης.
Εκκινώντας σαφώς από κοινές αφετηρίες και πολιτικές αναφορές με την λογική του κειμένου  θα προσπαθήσω να συνεισφέρω στο επαναστατικό εμπλουτισμό του διαμέσου της παραγωγικής αμφισβήτησης του. Για αυτό το λόγο  έχω να επισημάνω τα παρακάτω:

Ο καπιταλισμός του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ο κομμουνισμός

1) το κείμενο έχει ένα σοβαρό έλλειμμα: Δεν ασχολείται σχεδόν διόλου με το ζήτημα της σχέσης  του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τον κλασικό καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Μια σχέση διαφοράς και ταύτισης της αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης στον ένα ή στο άλλο χώρο. Στο  βαθμό που και στον «υπαρκτό καπιταλισμό» η εργατική τάξη υπήρχε ως εμπόρευμα υπήρχε ως εσωτερικό στοιχείο στην παραγωγή και αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης.  Σε ενότητα και σε διαλεκτική αντίθεση με το κεφαλαίο ήδη από την δεκαετία του 1920. Ποια λοιπόν η σχέση της «ανατολικής» εκδοχής του καπιταλισμού με την δυτική; Ποιος ο ρόλος της οικονομίας του υπαρκτού σοσιαλισμού σε σχέση με την παγκόσμια αγορά κατά την χρυσή 35ετία. Ποιος την περίοδο της κρίσης του 1973; Τι ρόλο έπαιξε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η προσάρτηση του στο βαθμό που επιτευχθεί και με τον τρόπο που επιτευχθεί. Μήπως η κατάρρευση του καπιταλισμού του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989 ήταν ο προπομπός της κατάρρευσης του υπαρκτού καπιταλισμού το 2007;
Και όλα αυτά δεν νομίζω πως είναι δευτερεύοντα ζητήματα ιστορικής και μόνο σημασίας αλλά βαθύτατα πολιτικά ζητήματα. Τόσο για τον ιστορικό κομμουνισμό και την σχέση του με τον καπιταλισμό και τις κρίσεις του. Όσο και για το μοντέλο του κομμουνισμού που θέλουμε να οικοδομήσουμε σε σχέση με την ιστορική και οικονομική εξέλιξη.
Οικοδομώντας ανάμεσα στο καπιταλισμό και στην θετική του υπέρβαση τον κομμουνισμό μια σχέση ενότητας και αντίθεσης, απόρροια τόσο της ταξικής πάλης, όσο και της υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου που βάζει την κεφαλαιακή κρίση σε βαθιά κρίση δίχως όμως να οδηγεί σε μια αυτόματη κατάρρευση.
Κατανοώντας πως όπως ανάμεσα στα διάκενα της καπιταλιστικής σχέσης γεννιέται ο κομουνισμός, έτσι και ανάμεσα στα διάκενα της αντιφατικής μακροχρόνιας κομμουνιστικής οικοδόμησης είναι δυνατόν να  επιστρέφουν τα τέρατα του καπιταλισμού για να πνίξουν κάτι που δεν είναι δυνατό ή δεν είναι  ώριμο αίτημα των καιρών.

Τα τρία επίπεδα και η «γενική διάνοια»

2) Είναι νομίζω αναγκαίο να δούμε τις πολύμορφες διαδρομές και εικόνες που παίρνει ο κομμουνισμός και να τον προσεγγίσουμε σε 3 αλληλένδετα διαλεκτικά επίπεδα: 1) Το κομμουνισμό ως η κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών που στην πλήρη μορφή της είναι αδύνατο από σήμερα να την περιγράψουμε 2) Το Κομμουνισμό ως η τάση της χειραφέτησης που δημιουργείται από την υπεραναπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού που από τα σήμερα διαμορφώνει τους υλικούς όρους για μια τέτοια κοινωνία σε μια πρώιμη αντιφατική φάση της.
3) Τον κομμουνισμό ως το κίνημα που αίρει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, τινάζοντας στον αέρα την σχέση κεφάλαιο-εργασία, στηριζόμενό και στους υλικούς όρους που πιο παραπάνω περιγράψαμε. Το όποιο νέο εργατικό κίνημα, η όποια εργατική εξουσία-δημοκρατία, οι όποιες μεταβατικές μορφές κοινωνίας και η  και κομμουνιστική επανάσταση θα πρέπει ως ενιαία ολότητα να εκφράζει τα διαφορετικά  επίπεδα αυτού κινήματος, της τάσης και της προοπτικής. Τόσο στην αυτονομία του κάθε επιπέδου όσο και στην συσχέτιση του με το συνολικό επαναστατικό προτσές.       

3) Ενώ σημειώνεται στο κείμενο ο σημαντικότατος ρόλος της «γενικής διάνοιας», υποβαθμίζεται στην συνέχεια. Είναι ολοφάνερη νομίζω η αδυναμία να καταδειχτεί πως ο καπιταλισμός της υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου δεν είναι άλλος από τον καπιταλισμό της «γενικής διάνοιας». Που ταυτόχρονα είναι και η έκφραση της πλέον  ολοκληρωτικής υπαγωγής του συνόλου των κοινωνικών μορφών στο κεφάλαιο.
Μετατρέποντας την εργασία σε μια ολιστική έκφραση του σταθερού κεφαλαίου στο βαθμό που σχετικοποιεί την εργατική φιγούρα και ταυτόχρονα για αυτό το λόγο είναι και η πλέον ριζική έκφραση άρσης της αντίφασης του κεφαλαίου με την εργασία.
Πρόκειται για ένα κομβικό πεδίο που δημιουργει τους όρους και τις προϋποθέσεις για τον κομμουνισμό της γενικής διάνοιας. Δηλαδή για την συλλογική παραγωγή των κοινών με βάση την επινοητικότητα, την δεξιότητα, την φαντασία…ιδιαίτερα στους τομείς που κυριαρχεί η διανοητική εργασία, αναιρώντας τον νόμο της αξίας…
Αυτό φυσικά δεν μετατρέπει την κομουνιστικοποίηση  σε μια αυτόματη διαδικασία μετατροπής του καπιταλισμού σε κομμουνισμό αλλά δημιουργεί τους παραγωγικούς όρους για μια μετάβαση στο κομμουνισμό.
Για το δυνάμωμα της τάσης της κομμουνιστικοποίησης στο βαθμό που επικεφαλής αυτής της τάσης μπαίνουν οι συνειδητές δυνάμεις της επαναστατικής κομμουνιστικής ανατροπής. Ως μια διαδικασία οντολογικοποιήσης της καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης, δηλαδή της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.  
Μένει βέβαια ανοικτό το πλέον σοβαρό ζήτημα που είναι η δημιουργία των πολιτικών όρων που όμως και εκεί αν το παραπάνω επιχείρημα ισχύει θα πρέπει να κινηθεί σε μια κατεύθυνση πλήρους αποδόμησης της εργατικής φιγούρας και όχι επανασυγκρότηση της…
Σε μια κατεύθυνση δημιουργίας δομών μιας κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών- από τα σήμερα… Και σε αυτό το επίπεδο το κείμενο δεν μπαίνει σχεδόν καθόλου ούτε στο πρώτο, ούτε στο δεύτερο μέρος. Ας ελπίσουμε πως στην δεύτερη θεματική ενότητα θα ανοίξει μια τέτοια συζήτηση.
Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα και θέλουν άμεση απάντηση. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός στην φάση της πιο βαθιάς του κρίσης  δημιουργεί ένα τεράστιο στρατό ανέργων που οι ευκαιρίες να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη όλο και μικραίνουν. Αυτό όμως με την σειρά του υποσκάπτει αντί να δυναμώνει την κεφαλαιακή σχέση
Τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις σύντροφοι; Καλούμε το κράτος ή μια αριστερή κυβέρνηση ή μια εργατική κυβέρνηση να ανοίξει δουλειές για να βρει ο κόσμος δουλειά να φάει, δημιουργώντας νέους όρους που θα εκφραστεί η σχέση κεφάλαιο-εργασία, με αποτέλεσμα μια κεφαλαιακή  επανασυγκρότηση;;
Ή διεκδικούμε ένα κοινωνικό μισθό πρόσβασης στο τεράστιο κοινωνικό πλούτο. Και παράλληλα συγκροτούμε κοινότητες αναγκών, συνεταιριστικές δομές  αποπερίφραξης των κοινών.. από τα δημιουργήματα της πνευματικής εργασίας(πατέντες),  την γνώση, το dna, τα φάρματα, τους ελεύτερους χώρους, τα δημόσια αγαθά, το νερό τον αέρα, την  ενέργεια.
Όχι δεν πιστεύω στο άδειασμα του καπιταλισμού από το κομμουνισμό. Πιστεύω πως όλα θα εξαρτηθούν στο επίπεδο της εξουσίας, με μια όμως συνολική αντίληψη της κίνησης των πραγμάτων και των δυνάμεων.  Εξουσία ως ο έλεγχος των δομών και των ροών της ζωής και όχι μόνο των θυλάκων της οικονομίας και της πολιτικής.
Με αλλά λόγια η αντικαπιταλιστική επανάσταση, η εργατική δημοκρατία και η κομμουνιστική απελευθέρωση, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του κάθε επιπέδου και την αντιφατικότητα των γεγονότων δεν περιμένουν ούτε την μεγάλη εξεγερσιακή νύκτα των οδοφραγμάτων, ούτε το να γίνουν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.  Ξεκινάνε από τα σήμερα την μακροχρόνια και αντιφατική οικοδόμηση του «αλλού» που θα αντικαταστήσει το «σήμερα». Ξεκινάνε μαζί, ρωτώντας τους «κάτω». Σίγουρα θα υπάρξουν και οι τομές, οι ρήξεις και ο ασυνέχειες. Αυτά τα ρήγματα στο καπιταλιστικό χωρόχρονο που θα βάλουν το ζήτημα του άλματος.  Μιας επαναστατικής διαλεκτικής της  αρνητικότητας που θα έχει αποτέλεσμα στο βαθμό που ο άλλος κόσμος έχει ως ένα σημείο κτιστεί ως δυνατότητα και πραγματικότητα στο παλαιό κόσμο. 
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί τόσο η ενότητα της αριστεράς στο κίνημα, η αντικαπιταλιστική ανατροπή,  το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, μια κυβέρνηση της αριστεράς, όσο και ο φορέας της κομουνιστικής επαναθεμελίωσης και απελευθέρωσης.

Η «πρωτοπορία του «ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού»

3) Πρέπει να αναπτυχθεί στο κείμενο με ένα πιο διεισδυτικό και καινοτόμο μάτι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, η επιθετικότητα και ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας του Ελληνικού κεφαλαίου,  η ανισομέρεια του που καταλήγει να είναι προτέρημα σε αυτή την φάση της κρίσης. Καθώς την ίδια στιγμή που μιλάμε για κρίση χρέους και καλά κάνουμε, την ίδια στιγμή που μιλάμε για την δημιουργία επιτροπής λογιστικού έλεγχου του χρέους και σωστά ως ένα σημείο  πράττουμε, οι καταθέσεις του Ελληνικού κεφαλαίου στην Ελβετία φτάνουν να καλύψουν 2 φορές το Ελληνικό χρέος. 
Μήπως εν τέλει η ανισόμετρη και συνδυασμένη ανάπτυξη βρίσκει στην Ελλάδα μια τελείως πρωτότυπη έκφραση συνδυασμού αρχαϊκών, μοντέρνων, καπιταλιστικών και μετακαπιταλιστικών χαρακτηριστικών που δημιουργούν ευκαιρίες για μια αντικαπιταλιστική ανατροπή αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν μπλοκαρίσματα στο πως εκφράζεται η ταξική πάλη;           
Μήπως η ανισόμετρη ανάπτυξη του Ελληνικού καπιταλισμού στην φάση της ανάπτυξη του καπιταλισμού της «γενικής διάνοιας» βρέθηκε και ως ένα σημείο βρίσκεται και ακόμη στην «πρωτοπορία» της παγκόσμιας παραγωγικής διαδικασίας.
 Και αυτό όχι τόσο για την σύνδεση της γνώσης, της επιστήμης, της τεχνολογίας με την παραγωγή, την παιδεία και την κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή- αν και θα μπορούσε μιας άλλου τύπου ανάπτυξης- αλλά γιατί ο Ελλαδικός επενδυτικός ίστρος στον τουρισμό, στο εμπόριο και στην διασκέδαση είναι καθόλα σύγχρονος και ολόπλευρα, καθολικά και ολοκληρωτικά καπιταλιστικός.
Καθώς στο καπιταλισμό της «γενικής διάνοιας» σε παραγωγή μετατρέπετε η ολότητα της ζωής. Παραγωγικές γίνονται οι γλώσσες- δηλαδή οι τρόποι επικοινωνίας-παραγωγικό γίνεται το ίδιο το σώμα και οι κοινωνικές σχέσεις. Εξάλλου την άλλο είναι η «γενική διάνοια» παρά εκτός από την γενική, την καθολική διανοητικότητα του συνολικού κοινωνικού πράτειν.
Αν αυτό ισχύει δεν έχουμε έλλειμμα αλλά πλεόνασμα παραγωγής. Παραγωγή που μετατρέπεται σε άξια που μπορεί να μετρηθεί και να παράγει υπεράξια αλλά και παραγωγή που δεν μπορεί και εκφράζεται ως δεξιότητα, φαντασία, επινοητικότητα.. άρα μπορεί να παράγει πληθώρα εμπορευμάτων, υλικών και άυλων, να κυκλοφορεί τεράστια ποσότητα χρήματος αλλά το ποσοστό του κέρδους να πέφτει.
 
Εργατικό κίνημα της ανεξαρτησίας της τάσης χειραφέτησης

4) το ζήτημα του εργατικού κινήματος στην σχέση του με τις δομές που υπάρχουν και το νέο εργατικό κίνημα με τις δομές που θα έπρεπε ήδη να είχαμε οικοδομήσει παραμένει εν πολλοίς μετέωρο. Το υπάρχον εργατικό κίνημα αδυνατεί να αντισταθεί και στα ελάχιστο. Προϊόν μιας εποχής κοινωνικού συμβολαίου και μιας άλλης παραγωγικής βάσης αδυνατεί να ανταπεξέλθει και στο ελάχιστο στα καθήκοντα του να παζαρέψει την τιμή της εργατικής δύναμης.
Και ναι σίγουρα χρειαζόμαστε πιο δυνατά συνδικάτα που να καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους και να λειτουργούν με όρους της πιο βαθιάς εργατικής δημοκρατίας και εξουσίας. Προσοχή όμως δεν μπορούμε να ξεχνούμε τα όρια ενός συνδικάτου σε σχέση με πιο συνειδητά και καθολικά επαναστατικά εργαλεία και όργανα, πχ εργατικά συμβούλια, σοβιέτ, επαναστατικά μέτωπα και κόμματα.  Ούτε την διαλεκτική σχέση που προκύπτει ή  θα προκύψει ανάμεσα τους στην πορεία του επαναστατικού προτσές.  
Σύντροφοι θα συμφωνούσα με ότι λέγεται στο κείμενο σε σχέση με το συντονισμό των σωματείων καθώς την ταξική ανασυγκρότηση του υπάρχοντος εργατικού κινήματος, αλλά καλύτερα ακόμη θα ήταν να δούμε αυτά τα ζητήματα σε σχέση με  την λογική του νέου εργατικού κινήματος και της αντίστροφης ιεράρχησης, με την τελευταία να έχει ξεχαστεί.
Που από γενικόλογες καντιανές προστακτικές σε αυτή την περίοδο της κρίσης έχουν μετατραπεί σε μια αδήριτη ιστορική αναγκαιότητα και δυνατότητα. Με στόχο να μετατραπούν σε μια πολιτική και υλική δύναμη στα χέρια των καταπιεσμένων και των εργαζόμενων. 
Διαμέσου της παραγωγής και οικοδόμησης μορφών δυαδικής εξουσίας, στην κατεύθυνση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης- χειραφέτησης, με βάση και τα δεδομένα που δημιουργεί και ο καπιταλισμός  «της γενικής διάνοιας».
Οι δομές του νέου εργατικού κινήματος κατά συνέπεια σε αυτή την συγκυρία θα έχουν σημαντικό και καθοριστικό λόγο ύπαρξης μόνο αν ενίσχυαν και δυνάμωναν τις κομουνιστικές τάσεις και προοπτική.
Αυτό σίγουρα δεν μηδενίζει το ρόλο των συνδικάτων  ως το φορέα υπεράσπισης της τιμής της εργατικής δύναμης όσο και αν ο ρόλος τους έχει αποδυναμωθεί. Από την άλλη δεν ταυτίζει τις δυναμικές και μαχητικές  δομές του νέου εργατικού κινήματος με το υπάρχον εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοδιαχωρίζονται διαλεκτικά δίχως να ταυτίζονται. Κινούνται σε μια λογικής ενότητας και αντίθεσης, όπως σε ενότητα κι αντίθεση βρίσκεται η τάση της χειραφέτησης με την τάση υποταγής, δηλαδή οι δυο «ψυχές» της εργατικής τάξης
Κάθε αγωνιστική κίνηση δυναμώνει τη τάση χειραφέτησης, μόνο που η τάση χειραφέτησης διαπερνά το πεδίο εργατική εξουσία και τείνει να ανεξαρτοποιηθεί στην διαδικασία διαλεκτικής αναίρεσης της σχέσης κεφάλαιο-εργασίας, δηλαδή στην μετάβαση στις δομές μιας κοινωνίας των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών…Μιλώντας στο όνομα της προλεταριακής τάξης που αναιρεί την έννοια της εργατικής τάξης ως εσωτερικό συστατικό στοιχείο του κεφαλαίου. 
Η ανεξαρτησία της τάσης χειραφέτησης από την τάση υποταγής δεν οδηγεί παρά στο να ενισχυθεί η άρση του κεφαλαίου με την εργασία.
Η εργατική δημοκρατία/ εξουσία για να μην πω η ακρατική δικτατορία του προλεταριάτου, ή συνομοσπονδία των κομμούνων, δεν είναι παρά αυτό το σύστημα των σημείων και των πεδίων που οι εργάτες  αναιρούν τον  εαυτό τους  ως το άλλο τμήμα του κεφαλαίου. Μεταμορφώνονται σε προλεταρίους αρνητές  της εργασίας. Σε ελεύθερους παραγωγούς   μιας συνεταιριστικοποιημένης πολύμορφης δημιουργικότητας.
Τα παραπάνω δεν αυτονομούν την τακτική από την στρατηγική αλλά επιχειρούν να διαμορφώσουν μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα τους  στο βαθμό που η τακτική είναι η έκφραση της τάσης της χειραφέτησης στο επίπεδο των δυνάμεων και των συσχετισμών στο σήμερα.
Κάτω από αυτήν την οπτική των ζητημάτων ένα κομμουνιστικό κόμμα θα είναι ένα πολύμορφος παραγωγικός κομμουνιστικός τόπος που θα λειτουργεί με βάση την κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών και όχι απλώς η συλλλογικότητα της πιο συνειδητοποιημένης πρωτοπορίας που θα δρα ως τέτοια…
Ένας οργανισμός ολόπλευρης κοινωνικής χειραφέτησης έκφραση και αποτέλεσμα του συνειδητού επαναστατικού αγώνα των μαχόμενων προλεταρίων αρνητών της εργασίας που θα οικοδομούν κομουνιστικές κοινότητες.     

Σύντροφοι δεν μηδενίζω την δουλεία που έχει γίνει στο κείμενο, ούτε τις τίμιες επαναστατικές  προθέσεις κανενός συντρόφου. Σίγουρα δεν μπορούμε να κυνηγάμε ανεμόμυλους, μόνο που από την άλλη δεν μπορούμε, δεν πρέπει να επιλέξουμε να γειωθούμε σε μια αντικαπιταλιστική τακτική και ρητορική ξεχνώντας την κομμουνιστική επανάσταση και απελευθέρωση.  Που δεν είναι ένα μονόπρακτο έργο αλλά μια πολύμορφη μακροχρόνια διαδικασία με πολλά, παρά πολλά επεισόδια και ανατροπές, θετικές και αρνητικές.          
Κύρια και βασικά νομίζω σύντροφοι πως είμαστε ή θέλουμε να είμαστε κομμουνιστές και μετά αντικαπιταλίστες. Και αυτό συνεπάγεται να γίνουμε οι κύριοι φορείς του νέου που γεννιέται μέσα  στο παλαιό και όχι απλώς οι αρνητές του και οι υπερασπιστές των φτωχών και των αδυνάτων. 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΣ

________________________________________________________________

Κείμενο 1: Μάριος Μιχαηλίδης - ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Μαζί με τις θερμές ευχές μου για παραγωγικό συνέδριο, αντίστοιχο των σημερινών απαιτήσεων, σάς αποστέλλω κάποιες συντροφικές παρατηρήσεις, που αφορούν στην προοπτική του κοινού μας αγώνα:
Η αγωνία όλων μας επικεντρώνεται στο πώς θα οργανωθεί τέτοιο εργατικό – λαϊκό κίνημα, που θα μπορέσει ν΄ αντισταθεί στην επίθεση του κεφαλαίου και ν΄ ανατρέψει την κυριαρχία του. Αυτός ο στόχος είναι, πράγματι, το πρώτο ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει. Κάθε καθυστέρηση κοστίζει βαριές θυσίες της εργατικής τάξης και των «μικρών» λαϊκών στρωμάτων, όχι μόνο σε βάρος των συνθηκών ζωής αλλά και της συνείδησης, της ικανότητας για αντίσταση. Μακρόχρονη εξαθλίωση θα φέρει απάθεια, μοιρολατρία, υποταγή, εξατομίκευση και προσωπική φθορά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΟΜΩΣ: εμείς, που αναλύουμε (ή προσπαθούμε, έστω, ν΄ αναλύσουμε) με εργαλείο το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, που μελετάμε (σε όποιον, έστω βαθμό) τις αιτίες της αποτυχίας της πρώτης σοσιαλιστικής οικοδόμησης καθώς και τις τρέχουσες εξεγέρσεις στη Β. Αφρική, ξέρουμε ότι ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ, ως ανακλαστική αντίδραση ενάντια σε μια ασφυκτική πολιτική. ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΒΟΛΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΤΗΣ, ΒΕΒΑΙΑ, ΠΛΑΙΣΙΟ, η εξέγερση είναι εύκολο να ξεφουσκώσει, να αφομοιωθεί από τα εναλλακτικά χαρτιά του συστήματος ή να ενσωματώσει μεγάλες αυταπάτες εκ μέρους των εξεγερμένων, οι οποίες θ΄ αντανακλούν το χαμηλό (ακόμη) επίπεδο της κοινωνικής – πολιτικής συνείδησης των μαζών.
Έτσι: δε θέλουμε να επαναστατήσουμε για να μας καθίσει στο σβέρκο ο επόμενος αστός «φιλολαϊκής» εκδοχής, ο «αριστερός» εξουσιαστής ή ο λαοπλάνος, που θα υποσχεθεί «λαγούς με πετραχήλια», για να κάνει μετά ακριβώς το αντίθετο (πού είσαι, Αντρέα!). Δεν είναι δικός μας ο ξεσηκωμός που θα έχει ως «κρυφό» όνειρο την επανακατοχή της «τζιπούρας», την «κοινωνικοποίηση» ενός προσοδοφόρου αεριτζιδισμού, το μοντέλο του αγρότη με τις δεκάδες των Πακιστανών «δούλων» στο χωράφι, με την ανάθεση κάθε βαριάς και ανθυγιεινής δουλειάς στη μετανάστρια, με την οικοπεδοποίηση κάθε γωνιάς γης και τον εξοβελισμό κάθε «υποψίας» πρασίνου. Δεν μπορούμε να ονειρευόμαστε κι εμείς μια επαρχία που θα είναι μόνο χώρος ανάσας για το Σαββατοκύριακο, ενώ οι μεγαλουπόλεις θα χειροτερεύουν ως αποθήκες «σταφιδιάσματος» μυρίων υπάρξεων. Όραμά μας δεν είναι «η θάλασσα της λαμαρίνας» αλλά η λειτουργία πυκνών, καλών, πάμφθηνων μέσων μαζικής μεταφοράς.
Στην Παιδεία; Να μείνει αυτή ως έχει στη δομή και στο περιεχόμενο και ν΄  αυξηθούν μόνο οι δαπάνες; Και ο επαγγελματικός προσανατολισμός; Μόνο πτυχιούχοι ΑΕΙ χρειάζονται σε αυτή τη χώρα; Οικοδόμοι, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, χειριστές μηχανημάτων στα εργοστάσια, συντηρητές δε χρειάζονται; Μπορεί να συνεχιστεί η αρρωστημένη «μονοκουλτούρα» προς τα ΑΕΙ, η οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, μόνο από την αγάπη για τη γνώση δεν τρέφεται; Στην Υγεία; Θα ανεχτούμε τον αρρωστημένο πλουτισμό των ανώτερων ειδικών, που εκβιάζουν άθλια με το «φάκελο»; Θα συνεχίσουμε την υπερσυγκέντρωση των υπηρεσιών της, που γίνεται «Γολγοθάς» για τους ασθενείς της επαρχίας;
Ας μην κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα: ο αντικαπιταλισμός και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, όπως, μάλιστα, απέδειξε οδυνηρά η Ιστορία, δεν είναι ένας ευτυχισμένος, ρομαντικός περίπατος. Αποτελεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που υπονομεύεται κάθε στιγμή από τα προβλήματα της στρεβλής καπιταλιστικής ανάπτυξης, την οποία παραλαμβάνει και οφείλει να ανατρέψει, καθώς και από τη «σάπια» κοινωνική συνείδηση, την οποία έχουν διαμορφώσει αιώνες εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αποξένωσης, «αποανθρωποποίησης». Ο δρόμος είναι μεν αναγκαίος, ωραίος, προκλητικός, αλλά, συνάμα, γεμάτος «αγκάθια».
Να μιλήσουμε, λοιπόν, συντρόφισσες και σύντροφοι, προτείνω, και γι΄ αυτά! Να μιλήσουμε για την αντικαπιταλιστική, τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική προοπτική! Να δώσουμε τη «μάχη» των ιδεών, ακριβώς τώρα, που ο κόσμος, απελπισμένος, ψάχνει να βρει αποκούμπι να σωθεί! Ο καιρός είναι ώριμος! Και πολλοί θα βρεθούμε, για να βάλουμε ένα χεράκι!
Και πάλι ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!

Μάριος Μιχαηλίδης
Δάσκαλος