Άρθρα-Ομιλίες

Keynes for ever?

του Γ. Παπαδόπουλου


Α) Εισαγωγή.
Με τα επόμενα θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω το ότι λόγω της αντίληψης την οποία έχετε διαμορφώσει για την Χρηματοπιστωτική (Χ/Π) σφαίρα, αντίληψη που τεκμαίρεται από πάμπολλες αναφορές του κειμένου εργασίας σας, αλλά και από την αίσθηση που αποπνέει η ανάγνωση του, κινείσθε σε κεφαλαιώδη ζητήματα εντός του κεϋνσιανού πλαισίου.
 Κατ αρχήν υιοθετώντας δύο εφτάψυχες πλάνες γύρω από το έργο του Κέυνς, τις θέτετε σε κριτική δανειζόμενοι νεοκλασικά όπλα. Οι πλάνες αυτές βέβαια διαλύονται μόλις κάποιος διαβάσει, τουλάχιστον, το 12Ο κεφάλαιο της «Γενικής Θεωρίας…».
 Η πρώτη πλάνη είναι πως ο «παραδοσιακός κεϋνσιανισμός», όπως γράφετε, χαρακτηρίζεται«…Από δημοσιονομική χαλαρότητα και μεγάλα ελλείμματα..(σελ 13)» και η δεύτερη πως διαμορφώθηκε ένας «…ιδιόμορφος τραπεζικός κεϋνσιανισμός που αντικατέστησε την ενεργό ζήτηση». Το θέμα δεν είναι βέβαια η υιοθέτηση λανθασμένων αντιλήψεων γύρω από το έργο και τις ιδέες του Κέυνς, όσο το γεγονός πως παράλληλα, όπως ισχυρίζομαι και θα προσπαθήσω να αποδείξω, έχετε υιοθετήσει την κεϋνσιανή προβληματική για την κρίση. Αυτό ασφαλώς δεν αποτελεί πρόβλημα. Κάλλιστα θα μπορούσαν οι ιδέες του σημαντικού αυτού στοχαστή, οι οποίες περιγράφονται εναργώς στην «Γενική θεωρία…», να αποτελούν επαρκέστατο οδηγό κατανόησης των αιτιών της κρίσης,
Πρόβλημα όμως αποτελεί το γεγονός, πως ενώ φιλοδοξείτε, φαντάζομαι, να εκπονήσετε μια ανάλυση για την κρίση και το ξεπέρασμά της προς όφελος της μισθωτής εργασίας, με βάση τις ιδέες του Μαρξ, δηλαδή με βάση τις αιτιότητες που διέπουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στο τέλος καθίσταται, ακόμη και εντός υμών, της αριστεράς της κοινωνικής ανατροπής, ισχυρό το κεϋνσιανό πλαίσιο. Ισχυροποιείται δε και για έναν επιπρόσθετο λόγο: Διότι στην κριτική εναντίον του χρησιμοποιούνται, όπως προείπα, νεοκλασικά όπλα.
Β) Νεοκλασικοί αντί Μαρξ κατά Κέυνς;
Σχετικά με την πρώτη πλάνη, αρκεί να σας υπενθυμίσω ότι ο Κέυνς δεν ήταν υπέρμαχος της a priori αύξησης των κρατικών δαπανών, άρα και των κρατικών ελλειμμάτων(;). Στο έργο του η εμπέδωση της πλήρους απασχόλησης, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ιδιωτικής επένδυσης. Ο Κέυνς συνέδεε την αύξηση των κρατικών δαπανών με το γεγονός πως η νομισματική πολιτική είναι υπονομευόμενη από την κερδοσκοπική ψυχολογία των αγορών χρήματος. Η νομισματική του σκέψη είναι αυτή που τον οδηγεί στην απαραίτητη εμπλοκή του κράτους ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα ζήτησης.
Ο πυρήνας δε της νομισματικής του σκέψης αν τον κατάλαβα καλά, βρίσκεται στο γεγονός ότι η ψυχολογία των αγορών χρήματος είναι κερδοσκοπική, άρα η όποια νομισματική πολιτική, όσο ενεργητική και αν είναι, όσο αποτελεσματική κι αν θέλει να είναι, δεν μπορεί να καλύψει την κερδοσκοπική αυτή ψυχολογία. Εξ αυτού του γεγονότος προκύπτει και η θέση του περί δύο επιτοκίων, ενός βραχυπροθέσμου και ενός μακροπροθέσμου, όπου για το δεύτερο δεν μπορεί να υπάρχει καμία ασφαλής πρόβλεψη.
Εν συντομία εντός του κεϋνσιανού υποδείγματος αποδεικνύεται το παρακάτω θεμελιώδες θεώρημα: Οι δυνάμεις της αγοράς με δεδομένη την απουσία κρατικής παρέμβασης δεν μπορούν να ελαττώσουν το χρηματικό επιτόκιο, το οποίο ρυθμίζει το επιτόκιο των ομολόγων. Αυτό συμβαίνει λόγω των χαρακτηριστικών του χρηματικού επιτοκίου.
Η optimum νομισματική πολιτική στο έργο του είναι αυτή που εξυπηρετεί το στόχο της πλήρους απασχόλησης. Ένεκα τούτου οι νομισματικές αρχές οφείλουν να προσπαθούν να επιτύχουν ένα χρηματικό επιτόκιο το οποίο να ευνοεί την ιδιωτική επένδυση. Σε τούτο όμως μπαίνει εμπόδιο, ισχυρίζεται, η κερδοσκοπική ψυχολογία των αγορών, η οποία στρέφει τα χρηματικά κεφάλαια στην σφαίρα των «πλασματικών» αξιών, στην χάρτινη σφαίρα. Αυτό συμβαίνει όταν, όπως λέει, η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου είναι μικρότερη του τρέχοντος επιτοκίου των ομολόγων.
Τι διαφορετικό όμως λέτε εσείς όταν γράφετε πως «… Τα κεφάλαια λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους στην «πραγματική» οικονομία έβρισκαν πολύ πιο δελεαστική και επικερδή την τοποθέτησή τους στα καινούργια καινοτόμα-αλλά ριψοκίνδυνα-«προϊόντα» της Χ/Π σφαίρας»;
Στη θέση της οριακής αποδοτικότητας του κεφαλαίου τοποθετήσατε το ποσοστό κέρδους και στη θέση των ομολόγων τα «ριψοκίνδυνα «προϊόντα»» της Χ/Π σφαίρας. Στην πραγματικότητα λέτε ακριβώς το ίδιο πράγμα, διότι η κεφαλαιακή αποδοτικότητα αποτελεί την έκφραση στον κόσμο των τιμών, ήτοι στον πραγματικό κόσμο, ενός δείκτη που προσιδιάζει με το ποσοστό κέρδους στο μοντέλο του Μάρξ, το οποίο επειδή οι όροι του είναι εκφρασμένοι σε αξίες, είναι μη μετρήσιμο μέγεθος.
Για την δεύτερη πλάνη, αναφορικά με την επέκταση της τραπεζικής πίστης. Πράγματι η επέκταση αυτή είναι στην λογική του Κέυνς με στόχο όμως τη χρηματοδότηση της επένδυσης και μέσω αυτής της αύξησης της ενεργού ζήτησης, άρα με στόχο την αύξηση της απασχόλησης. Επιπλέον υπάρχουν δύο κεφαλαιώδη θέματα στο έργο του. Τι γίνεται με την κοινωνικοποίηση της επένδυσης και τι γίνεται με την αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας.
Εσείς όμως γιατί θέτετε ως αίτημα το «…πέρασμα στο δημόσιο» και μάλιστα με «..κοινωνικό-εργατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος»; (σελ 51). Τι επιδιώκετε να επιτύχετε με αυτό αν όχι την «ενίσχυση της επένδυσης» και τον περιορισμό της «κερδοσκοπίας»; Προφανώς ζητάτε έναν δημόσιο Χ/Π φορέα ώστε με μειωμένα κέρδη να ασκεί επιρροή στη διαμόρφωση χρηματικών ροών στην κοινωνία με στόχο τη στήριξη της απασχόλησης και της παραγωγής, δηλαδή με εμμονή στην εμπορική χρηματοδότηση. Επιδιώκετε έτσι επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στο «σωστό δρόμο», ήτοι την απεμπλοκή του από την επενδυτική, μέσω υψηλών μοχλεύσεων, τραπεζική, τα όρια της οποίας κατέδειξε η κατάρρευση της Λέμαν Μπράδερς και άλλων σημαντικών επενδυτικών τραπεζών. Και βέβαια ο «κοινωνικός- εργατικός έλεγχος» θα εξασφαλίζει τα κοινωνικά κριτήρια στις χρηματοροές προς την κοινωνία.
Αντί λοιπόν στον «παραδοσιακό κευνσιανισμό» να δείτε την διαμάχη του με τους νεοκλασικούς, βλέπετε πως υποδεικνύει μια «πολιτική δημοσιονομικής χαλαρότητας», «υψηλών ελλειμμάτων» και «επέκτασης της τραπεζικής πίστης που αντικαθιστά την ενεργό ζήτηση».
Δεν βλέπετε την αποενοχοποίηση που προσφέρει στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία, λόγω του ότι στον Κέυνς το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από την επένδυση προς την αποταμίευση. Και αυτή του η προσφορά είναι σημαντική, ιδίως σήμερα, διότι αντιμάχεται το νεοκλασικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο οι κρατικές επενδύσεις στραγγίζουν τις αποταμιεύσεις και παραγκωνίζουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Τέλος με βάση την ανάλυση των Σ. Λαπατσιώρα και Δ. Σωτηρόπουλου, ο Κευνσιανός αντίλογος είναι αρκετά επαρκής ώστε να δώσει απάντηση στις νεοκλασικές θέσεις σύμφωνα με τις οποίες μπορούμε να έχουμε ταυτόχρονη ύπαρξη υφεσιακών πολιτικών, μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, με ισχυρές προσδοκίες ανάπτυξης. Θέσεις που εκπορεύονται όπως γράφουν οι Λαπατσιώρας και Σωτηρόπουλος από μελέτες του Harvard (Θέσεις Α. Αλεσίνα).
Ο κευνσιανός αντίλογος συνίσταται στο ότι «…οι χώρες με πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αν αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση τους και συγχρόνως παράσχουν πιστώσεις στις ελλειμματικές χώρες προς αποτροπή υφεσιακών τάσεων, τότε ενισχύουν τις εισαγωγές σε αυτές και συνεπώς ενισχύουν τις εξαγωγές των ελλειμματικών χωρών…. (Λαπατσιώρας Σωτηρόπουλος)», οπότε τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών μειώνονται.
Σε εσάς όμως τα βέλη της κριτικής δεν στρέφονται στο γεγονός ότι η θεωρία του Κέυνς δεν ενδιαφέρετε για την επίπτωση των κρατικών δαπανών στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου, άλλα μόνον για την επίδραση τους στο εθνικό εισόδημα, στην συνολική ζήτηση και στην απασχόληση, ήτοι στην διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου, συνεπώς καθίσταται μια παρωπισμένη θεωρία (Γ. Σταμάτης 1974, 1990…). Αντί να κάνετε εκεί την κριτική σας, με ποιόν τρόπο δηλαδή η ενίσχυση της ενεργού ζήτησης βελτιώνει τους όρους κερδοφορίας και συσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή να ασκήσετε κριτική από την σκοπιά των ιδεών του Μαρξ, την κριτικάρετε με τα νεοκλασικά όπλα των ελλειμμάτων, του χρέους και της δημοσιονομικής χαλαρότητας. Συγχρόνως, και εξ αυτού του λόγου, υιοθετείτε θεμελιώδη συμπεράσματα του Κέυνς.
Γ) Ο κόσμος των χαρτιών.
Η θέση σας περί δύο διακριτών σφαιρών, μίας της «πραγματικής» παραγωγής και μιας των πλασματικών αξιών είναι όπως γνωρίζετε θέση κευνσιανής έμπνευσης. Όπως προανέφερα υιοθετείτε, όπως και ο Κέυνς το παρακάτω σχήμα: Κέρδη που παρήχθησαν εντός της σφαίρας της «πραγματικής» παραγωγής τοποθετούνται για λόγους κερδοσκοπικούς εντός της σφαίρας των πλασματικών αξιών, αγοράζοντας Χ/Π «προϊόντα» (τα εισαγωγικά βάζετε εσείς) π.χ μετοχές ή κρατικά και εταιρικά ομόλογα ή πιστωτικά παράγωγα. Δεν έχει καμία σημασία αν ο Κέυνς θεωρούσε τις τοποθετήσεις αυτές αντιπαραγωγικές και τους αποδέκτες χρηματοροών από τέτοια προϊόντα, π.χ μερίσματα από μετοχές, ή κουπόνια ομολόγων, εισοδηματίες, των οποίων την «ευθανασία», όπως έγραφε, ήλπιζε, ενώ εσείς στις αναλύσεις σας αποδέχεστε μόνον εν μέρει αυτή την θέση, μη αναφερόμενοι δηλαδή στο «αντιπαραγωγικό» τέτοιων δραστηριοτήτων.
Πως αλλιώς να εξηγήσω το ότι γράφετε: «…Αλλά και οι σχετικές αντιφάσεις ανάμεσα στο πλασματικό χρηματικό και το πραγματικό-παραγωγικό κεφάλαιο» (σελ 20 αλλά και σελ 23 iv) και ακόμη σαφέστερα αλλού: «…δια του τρόπου αυτού ο τοκογλυφικός, τραπεζικός- χρηματιστικός τομέας διεκδικούσε και αποσπούσε για λογαριασμό του ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα της συνολικής υπεραξίας και του όγκου των κερδών». Η οποία υπεραξία όπως αλλού γράφετε, παράγεται αποκλειστικά εντός της πραγματικής- παραγωγικής σφαίρας. Προς τούτο επικαλείσθε και τον Μάρξ, ενώ γνωρίζετε πως στις θεωρίες για την υπεραξία αναιρεί αυτή του την άποψη. Αλλά κυρίως, διότι η θέση αυτή δεν δικαιολογείται από την ίδια την κατανόηση του Μαρξισμού ως μια χρηματική( στην πραγματικότητα τη μόνη χρηματική) θεωρία.
Δύο κόσμοι συνεπώς. Ό ένας των υλικών αγαθών και υπηρεσιών ήτοι η σφαίρα της πραγματικής παραγωγής και ο άλλος των χαρτιών, των «πλασματικών αξιών» και των κερδοσκοπικών παιγνίων, ο κόσμος του καπιταλισμού καζίνο, όπως γράφατε παλαιότερα και όχι τώρα πια. Ο δεύτερος, ως μία φάουσα, κατατρώγει την υπεραξία που παρήχθη αποκλειστικά εντός του πρώτου κόσμου, την ρευστότητα, όπως λέει ο Κέυνς, την οποία στερεί από το εισοδηματικό κύκλωμα και έτσι απομειούται η ενεργός ζήτηση.
Γράφει ο Κέυνς: « Η κατίσχυση του εισοδηματία, η κατίσχυση των κερδοσκόπων θέτει σε κίνδυνο την οικονομία, όταν ενισχύεται υπέρ το δέον ο ρόλος των χρηματαγορών…» και αλλού «…εφόσον η οργάνωση των αγορών επένδυσης βελτιώνεται, ο κίνδυνος της υπεροχής της κερδοσκοπίας αυξάνει…» ,οπότε «…Η κατάστασης καθίσταται όμως σοβαρά, όταν η επιχειρηματικότητα καθίσταται φυσαλίδα ενός κυκεώνα κερδοσκοπίας. Όταν η κεφαλαιουχική ανάπτυξη μιας χώρας καθίσταται υποπροϊόν της δραστηριότητας ενός καζίνο, είναι πιθανόν ότι η εργασία δεν γίνεται καλά.»( αποσπάσματα από την «γενική θεωρία…»). Η θεωρία της Φάουσας την οποία ρητώς αποδέχεσθε: «…δια του τρόπου αυτού ο τοκογλυφικός, τραπεζικός- χρηματιστικός τομέας διεκδικούσε και αποσπούσε για λογαριασμό του ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα της συνολικής υπεραξίας και του όγκου των κερδών»., γράφετε. Μάλιστα και η έκφραση «καπιταλισμός καζίνο» παραπέμπει άμεσα στον Κέυνς, όπως είδαμε.
Δ) Ο θρίαμβος του κευνσιανού υποδείγματος.
Έτσι το κευνσιανό πλαίσιο εμφιλοχωρεί και στην δική σας ανάλυση και καθίσταται κυρίαρχο για την ερμηνεία της κρίσης. Η κυριαρχία αυτή συνίσταται στην συνάντηση του κευνσιανού επιχειρήματος (Σωτηρόπουλος Δ. 2009) με το κευνσιανό υπόδειγμα: Σχηματικά η παρουσίασή σας είναι η εξής: Κρίση υπερσυσσώρευσης Þ μείωση του ποσοστού κέρδους στην πραγματική παραγωγή Þ ( μεταφορά εισοδήματος από την σφαίρα της πραγματικής οικονομίας στην Χ/Π σφαίραÞδιόγκωση της χρηματοοικονομικής αστάθειας). Καταλύτης της εντός της παρένθεσης διαδικασίας αποτελεί η, όπως διαπιστώνετε, αύξηση της σημασίας των χρηματαγορών. Η εντός της παρένθεσης διαδικασία συνιστά τις
 « δύο στιγμές του κευνσιανού επιχειρήματος.» (Σωτηρόπουλος Δ. 2009).
Στη συνέχεια μπαίνει στη σκηνή, λογικότατα ένεκα των ανωτέρω, το κευνσιανό υπόδειγμα: Σχηματικά πάλι: Μεταφορά εισοδήματος από τη μία σφαίρα στην άλλη (από την πραγματική στη χάρτινη)Þμείωση της ενεργού ζήτησης . Επειδή όμως στον Κέυνς το βέλος της αιτιότητας εκκινεί από την ενεργό ζήτηση Υd και κατευθύνεται προς την παραγωγή Υ (παραγόμενο προϊόν ή προσφορά ή εισόδημα) Þότι λόγω της μείωσης της Υd και εκκινώντας από την εξίσωση ισορροπίας Υd = Υ, καταλήγουμε σε ένα προϊόν ισορροπίας Υ* (παραγωγή) που υπολείπεται κατά πολύ του προϊόντος πλήρους απασχόλησηςÞ αύξηση της ανεργίας και χαμηλή παραγωγήÛ κρίση στο εσωτερικό της πραγματικής οικονομίας.
Υιοθετώντας το κευνσιανό επιχείρημα (στις δύο του στιγμές) και επειδή το κευνσιανό υπόδειγμα αποτελεί προφανή προέκταση του, παρουσιάζεται ο Μαρξ ως ένας συνεπής πρόδρομος του Κέυνς, διότι προηγείται του κευνσιανού πλαισίου συμβάλλοντας σε αυτό με την κρίση υπερσυσσώρευσης και την συνακόλουθη πτώση του ποσοστού κέρδους. Θα έλεγα μάλιστα, με μία δόση υπερβολής, πως διαβάζοντας τις αναλύσεις σας σχηματίζω την εντύπωση πως ο Μαρξ παρουσιάζεται ως ένας μέτριος Ρικαρδιανός πρόδρομος του Κέυνς.
Αυτό διότι ο ορισμός μάλιστα της αξίας ενός εμπορεύματος ως η ποσότητα της ζωντανής και νεκρής εργασίας η οποία απαιτείται κατά μέσον όρο για την παραγωγή του ισχύει μόνον υπό μία προϋπόθεση η οποία δεν ικανοποιείται ποτέ. Ότι η εργασία αυτή είναι ομοιογενής εργασία. Ομοιογενής όμως εργασία δεν υφίσταται. Δυστυχώς όμως, ακόμη και αν δεχθούμε την ύπαρξη ομοιογενούς εργασίας «οι κατά τον παραπάνω τρόπο ορισμένες αξίες των εμπορευμάτων είναι μεν πάντα θετικές, αλλά, όχι πάντα μονοσήμαντα προσδιορισμένες» ( Γ Σταμάτης 1998. Για την ποσοτική σχέση μεταξύ αξιών και τιμών παραγωγής). Εδείχθη επίσης ότι κατά κανόνα αυτό ισχύει, διότι ισχύει ακριβώς αυτό στα συστήματα σύνθετης παραγωγής, δηλαδή συστήματα για τα οποία υπάρχει διαδικασία παραγωγής που παράγει περισσότερα του ενός εμπορεύματα, τα οποία αποτελούν και τον κανόνα.
Ισχυρίζεστε μάλιστα ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, επειδή στην κοινωνικά αναγκαία εργασία υπεισέρχονται και άλλοι προσδιορισμοί, αυτή είναι δυσχερές να μετρηθεί και συνεπώς υφίσταται τροποποίηση του νόμου της αξίας, τον οποίο ταυτίζετε με την προσπάθεια προσδιορισμού της ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων.
Ε) Η Χ/Π Σφαίρα
Η Χ/Π σφαίρα και τα παράγωγα προϊόντα έχουν χαθεί εντελώς από την ανάλυση σας, καίτοι η κρίση εκδηλώθηκε εντός της, ως τραπεζική κρίση, καίτοι τα C.D.O απετέλεσαν τα οχήματα της. Λογικό, αφού κατά σας, διακινούνται εντός της κερδοσκοπικής σφαίρας και είναι «τοξικά» να έχουν κυρίως κερδοσκοπική διάσταση.
Αναφέρεστε βέβαια στα C.D.S πάλι όμως από την κερδοσκοπική τους πλευρά. Δεν τα συνδέετε με ορθό τρόπο με την κατάρρευση της Λέμαν Μπράδερς, ενώ αναφέρεστε σε αυτήν. Οπότε δεν απαντάτε στο εξής «αφελές» ερώτημα: Πως είναι δυνατόν να καταρρεύσει ένας σημαντικός κόμβος του τραπεζικού συστήματος, καθώς και άλλοι, πως είναι δυνατόν να οδηγηθεί το τραπεζικό σύστημα σε τέτοια αστάθεια από έναν μικρό αριθμό ενυπόθηκων δανείων χαμηλής αξιοπιστίας, Των υποαρίστων (Subprimes) δανείων. Διότι τα δάνεια αυτά δεν ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένα. Μόνον το 15% των ενυπόθηκων αμερικανικών δανείων ήταν υποάριστα.
Τα δάνεια αυτά, λέτε επίσης, δεν εξυπηρετούντο από ένα σημείο και πέρα λόγω της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων. Σύμφωνοι, αλλά γιατί αυξήθηκαν τα αμερικανικά επιτόκια; Και μιλούμε για ραγδαία αύξηση σε μία πενταετία Τι συνέβη και η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τις επιπτώσεις μίας τέτοιας πράξης; Προφανώς δεν είχε εικόνα της διασποράς των πιστωτικών παραγώγων, δεν είχε εικόνα των υψηλών μοχλεύσεων των επενδυτικών τραπεζών ή ακόμη, όπως ο Γκρήηνσπαν, υπερτιμούσαν τα C.D.S.
Η ανάλυση σας αγνοώντας αυτά τα ζητήματα αφήνει απ έξω την θρυαλλίδα της κρίσης, δηλαδή την αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων σε συνδυασμό με την «αβελτηρία» της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και τα οχήματα της κρίσης δηλαδή τα πιστωτικά παράγωγα.
Έτσι μένει αναπάντητο ένα ακόμη «αφελές» ερώτημα το οποίο ούτε καν το θίγετε ενώ σας απασχολεί η αιτία του υψηλού δημοσίου χρέους. Το ερώτημα είναι: Γιατί το κόστος δανεισμού ήταν για τις χώρες της ζώνης του € σχεδόν ενιαίο ενώ υπήρχαν εν γένει ισχνά πρωτογενή πλεονάσματα; Γιατί χώρες όπως η Ελλάδα ακόμη και με πρωτογενή ελλείμματα ή ακόμη χειρότερα με δείκτη έσοδα/ΑΕΠ σε κατάρρευση, εύρισκαν ανταπόκριση στις αγορές χρήματος; (εννοείται πριν την κρίση). Η δική μου απάντηση δεν σχετίζεται με την “ασφάλεια” που προσφέρει το ενιαίο νόμισμα, αλλά με την ανάπτυξη μέχρι σημείου θεοποιήσεως των C.D.S., με την θεοποίηση δηλαδή των εξισώσεων που περιγράφουν τις πιθανότητες μελλοντικών πιστωτικών συμβάντων. Αυτή είναι η ρίζα του «παραλόγου» των ενιαίων τιμολογήσεων εκ μέρους των αγορών χρήματος, παραγνωρίζοντας τον πλέον σημαντικό δείκτη που είναι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Θεωρούσαν πως τα εργαλεία που διέθεταν μπορούσαν επαρκώς να αποκρούσουν τον κίνδυνο, όχι ως εργαλεία κερδοσκοπίας, αλλά ως εργαλεία ρύθμισης, ως εργαλεία φραγής κινδύνου.
Αλλά και η ίδια η ΟΝΕ εκτιμώ πως αποτελεί την λογική εξέλιξη της ανάπτυξης των πιστωτικών παραγώγων, ιδιαιτέρως των swaps έναντι των μεταβολών των ισοτιμιών. Σχετικά με την δική σας ανάλυση μερικές παρατηρήσεις: Λέτε πως η ΟΝΕ ευνοεί τις πολιτικές του σκληρού €, συνεπώς την εμπέδωση της εκμετάλλευσης της εργασίας καθώς και την εκκαθάριση των μη επαρκώς αξιοποιουμένων κεφαλαίων. Στη ανάλυση σας συνεπώς θεωρείτε πως το € συμβάλλει στην εκκαθαριστική λειτουργία, η οποία απαιτείται για να ξεπεραστεί η κρίση υπερσυσσώρευσης.
Όμως, πρώτον, όταν υιοθετήθηκε το € η κρίση υπερσυσσώρευσης είχε ήδη ξεπεραστεί και δεύτερον η πολιτική των επί μέρους σκληρών νομισμάτων ήταν παντού παρούσα. Να σας υπενθυμίσω απλώς ότι η δραχμή ανατιμάτο συνεχώς σε πραγματικούς όρους, ήτοι η ονομαστική διολίσθηση της ισοτιμίας της ήταν μικρότερη της διαφοράς του ελληνικού πληθωρισμού από το πληθωρισμό των χωρών της ΕΟΚ. Στην ουσία πριν το ενιαίο νόμισμα είχε υιοθετηθεί μια παλιά, αν και όχι απόλυτα δοκιμασμένη μέθοδος, αυτή των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Η ανάπτυξη των πιστωτικών παραγώγων δυσχεραίνει την ύπαρξη μίας ενιαίας αγοράς χωρίς κοινό νόμισμα, ακόμη κι αν υιοθετηθούν σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτό διότι κάθε επιχείρηση που αναμένει πληρωμές σε διαφορετικό νόμισμα από αυτό που έχει υποχρεώσεις θα καταφυγή σε swap, το οποίο θα την προστατεύσει έναντι πιθανολογούμενης ανατίμησης του νομίσματος από το οποίο αναμένει πληρωμές.
Οι επιχειρήσεις δεν εμπιστεύονταν τις κυβερνήσεις, τις θεωρούσαν ευάλωτες και ευεπίφορες σε πιθανές διολισθήσεις ή ανατιμήσεις με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία ογκώδης, ακριβή και νευρική αγορά swaps έναντι νομισματικών μεταβολών. Ούτε εμπιστεύονται την ενδεχόμενη αγκύρωση των εθνικών νομισμάτων των χωρών μιας ενιαίας αγοράς. Το ενιαίο νόμισμα αποτελεί την απάντηση αυτών των δυσχερειών, αποτελεί ένα «τεράστιο πιστωτικό παράγωγο», ένα συμβόλαιο που κλειδώνει τις ισοτιμίες ώστε να καταστήσει συνεκτική την ενιαία αγορά.
Δεν είναι η κρίση υπερσυσσώρευσης και η υπέρβαση της μέσω της έντασης της εκμετάλλευσης της εργασίας και της επιτάχυνσης των εκκαθαριστικών λειτουργιών, αυτή που επέβαλε το €, ως ενιαίο νόμισμα, αλλά οι ίδιες οι αντιφάσεις εντός του Χ/Π συστήματος οδήγησαν σε αυτή τη λύση. Η κρίση υπερσυσσώρευσης είχε, λόγω των μακροχρόνιων πολιτικών αλλαγής επί τα χείρω στον τρόπο κατανάλωσης και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, ξεπεραστεί, επειδή ακριβώς οι πολιτικές αυτές είχαν οδηγήσει σε ανάκαμψη των ποσοστών κέρδους.
 Η θέση σας πως η Χ/Π σφαίρα παίζει σημαντικό ρόλο στην καπιταλιστική συσσώρευση είναι ορθή αλλά εντελώς αποσπασματική. Προφανώς και η πίστη είναι σημαντική στην καπιταλιστική συσσώρευση. Όμως η Χ/Π σφαίρα περιέχει διάφορα προϊόντα. Άλλα είναι τίτλοι ιδιοκτησίας, όπως οι μετοχές, άλλα όχι, όπως τα εταιρικά και κρατικά ομόλογα ή τα παράγωγα. Κάποια είναι καπιταλιστικά εμπορεύματα και κάποια όχι. Άρα το ζήτημα είναι να αναλυθεί το πώς προωθούν την καπιταλιστική συσσώρευση αφού προφανώς δεν την προωθούν κατά τον ίδιο τρόπο.
ΣΤ) Τα παράγωγα
Αυτά κατανοούνται ως Χ/Π προϊόντα, η αξία των οποίων προκύπτει από την αξία υποκειμένων προϊόντων, οντοτήτων αναφοράς, οι οποίες μπορεί να είναι από την μελλοντική τιμή του ρυζιού στην Κίνα, μέχρι τις διακυμάνσεις ενός ειδικού δείκτη στο χρηματιστήριο της Σιγκαπούρης. Η κακή σχέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μαρξιστών με την οικονομία του χρήματος, καλύτερα η εμμονή τους να «…αντιλαμβάνονται την οικονομία ως την πραγματική οικονομία των υλικών ροών» (Γ.Μηλιός – Δ. Τζανακόπουλος 2011), υποβίβασε τα παράγωγα σε μια παθολογική κατάσταση εντός της ούτως ή άλλως εξωβελιστέας Χ/Π σφαίρας.
Η εικόνα μας για αυτά άλλαξε χάρη στην έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων, μαρξιστών συγγραφέων: «Της πολιτικής οικονομίας του Χ/Π συστήματος» των Μαγκότο Ίτο και Κώστα Λαπαβίτσα και του «Καπιταλισμός με παράγωγα» των Ντιρκ Μπράυαν και Μίχαελ Ράφερτυ. Εκτός των άλλων, χάρη στις εργασίες σειράς μαρξιστών έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον τόσον για την Χ/Π σφαίρα, όσο και για τον ενδογενή χαρακτήρα του χρήματος με βάση το έργα του Μαρξ και του Κευνς.
Θα έλεγα ότι εσείς κινείστε στην πρώτη κατηγορία, όπου στις αναλύσεις σας το χρήμα αποτραβιέται από την σκηνή, οπότε διολισθαίνετε συνεχώς στην περιγραφή μιας πραγματικής οικονομίας ταξικών σχέσεων και αξίας, σε αντιπαράθεση με έναν νομισματικό κόσμο αναπαράστασης και στρεβλής παράστασης.
Κατ αρχήν να παρατηρήσω πως ο ανωτέρω ορισμός των παραγώγων είναι περιοριστικός, εμπειρικός και τελικώς λανθασμένος. Αυτό διότι η τιμή τους δεν καθορίζεται πάντα από εκείνες των υποκειμένων προϊόντων, αλλά πολλές φορές προκύπτουν πρώτα οι δικές τους τιμές και εν συνεχεία αυτές επικαθορίζουν αυτές των οντοτήτων αναφοράς, των υποκειμένων προϊόντων.
Συγκεκριμένο παράδειγμα αποτελεί το γεγονός πως η «…ανατιμολόγηση των CDS οδήγησε σε μια νέα φάση τιμολόγησης των χρηματοπιστωτικών τίτλων…» (Μηλιός- Σωτηρόπουλος 2010), δηλαδή σε μείωση των τιμών των ελληνικών κρατικών ομολόγων με συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων τους έναντι των ομολόγων βάσης, κάτι που πυροδοτεί την κρίση χρέους.
Τα παράγωγα προϊόντα αποτελούν κατ αρχήν ένα βοηθητικό μέσον για τη διαχείριση του επιχειρηματικού κινδύνου. Αυτή η όψη τους είναι σημαντική διότι καθιστούν τον κίνδυνο εμπόρευμα. Είναι μέσα αντιστάθμισης κινδύνου ως συμβόλαια τα οποία καλύπτουν τις επιχειρήσεις από μεταβολές επιτοκίων (τα IRS), μεταβολές ισοτιμιών (τα swaps) ή έναντι κινδύνων από αγορά τίτλων (τα CDS).
Καίτοι όμως αυτή η όψη τους είναι σημαντική η σπουδαιότητα τους έγκειται, και εδώ είναι η σημαντική συνεισφορά των Μπράιαν και Ράφερτυ, στο ότι αποκτούν χαρακτηριστικά χρήματος και συγχρόνως αποτελούν κεφάλαιο.
Για παράδειγμα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (παράγωγα τύπου Forwards) αποτελούν μελλοντικές τιμές και συγχρόνως επιδρούν επί των σημερινών τιμών μια και «εναρμονίζουν τις σημερινές με τις μελλοντικές τιμές» (Παναγιώτου Γ. 2007)
Προφανώς ο κάτοχος ενός τέτοιου συμβολαίου κατέχει μια μορφή κεφαλαίου η οποία δεν είναι χρήμα, αν και εφόσον είναι τιμή έχει χαρακτηριστικά χρήματος, κατέχει όμως μια μορφή κεφαλαίου με ιδιοκτησία της επίδοσης της επιχείρησης στο μέλλον, χωρίς να κατέχει ούτε ένα μόριο της ιδιοκτησίας της επιχείρησης, χωρίς να κατέχει ενδεχομένως ούτε μία μετοχή. Αν στοχαστούμε λίγο τι κατέχει αυτός ο άνθρωπος θα διαπιστώσουμε πως κατέχει μια άκρως αφηρημένη και γενική μορφή κεφαλαίου, διότι δεν κατέχει ούτε «κεφάλαιο» ούτε «χρήμα». Το συμβόλαιο που κατέχει αποτελεί ένα σημείο σύγκλισης του κεφαλαίου και του χρήματος, ένα χαρτί που σπάζει τα όρια και του κεφαλαίου και του χρήματος.
Ο κάτοχος του συμβολαίου αυτού διαφέρει από τον κάτοχο μετοχών διότι ο δεύτερος κατέχει μέρος της επιχείρησης, με απαίτηση στα μερίσματα. Ο κάτοχος μετοχών κατέχει κεφάλαιο ως ιδιοκτήτης μέρους της επιχείρησης χωρίς να σχετίζεται, εν γένει, με την εντός αυτής παραγωγική διαδικασία. Ο κάτοχος του Forwards κατέχει την μελλοντική επίδοση της επιχείρησης και έναντι αυτής της κατοχής μπορεί, εφόσον το συμβόλαιο του διαπραγματεύεται, (παράγωγο τύπου Futures) σε δευτερογενείς αγορές να γίνει κάτοχος ρευστότητας.
Ας δούμε από λίγο κοντύτερα τα CDS και τα Swaps. Ας θεωρήσουμε την επιχείρηση α της χώρας Α και την β της χώρας Β με διαφορετικά νομίσματα, π.χ $ και €. Η επιχείρηση α πωλεί στην β μέσα παραγωγής και αναμένει από αυτήν χρηματοροές ανά εξάμηνο στο νόμισμα προφανώς της χώρας Β. Επειδή όμως οι επιχειρήσεις α και β επιζητούν να προστατευθούν έναντι ανεπιθύμητων μεταβολών των νομισμάτων, απευθύνονται σε μία τράπεζα επενδύσεων και συντάσσουν συμβόλαια (swaps), σύμφωνα με τα οποία αν υπάρξουν ανεπιθύμητες μεταβολές των νομισμάτων τους, η τράπεζα επενδύσεων να καλύψει την διαφορά. Η επιχειρήσεις καταβάλουν έναντι τούτου χρηματοροές στην τράπεζα επενδύσεων ( επιτόκιο του swap).
 Η επιχείρηση επίσης α είναι και κάτοχος εταιρικών ομολόγων της γ, με σταθερές χρηματοροές, και προφανώς επιζητεί να εξασφαλιστεί έναντι πιστωτικού συμβάντος στα ομόλογα της γ. Συντάσσει τότε με την τράπεζα επενδύσεων ένα συμβόλαιο (πιστωτικό παράγωγο τύπου CDS) ώστε να καλυφθεί έναντι πιθανού μελλοντικού πιστωτικού συμβάντος. Καθίσταται συνεπώς η τράπεζα επενδύσεων αγοραστής κινδύνου, έναντι χρηματοροής ανά μήνα εκ μέρους της επιχείρησης α ( επιτόκιο του CDS). Η επιχείρηση α έχει τώρα τον ρόλο του πωλητή κινδύνου.
Το swap αξιολογεί τη νομισματική σταθερότητα των χωρών Α και Β και το CDS αξιολογεί την ικανότητα της επιχείρησης γ να ανταποκριθεί στις χρηματοροές ανά εξάμηνο. Προφανώς και τα δύο παίζουν σημαντικό ρόλο στην σταθερότητα των συναλλαγών. Διευκολύνουν τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αλλά όχι μόνον. Ας υποθέσουμε πως οι ανωτέρω επιχειρήσεις α και β προβαίνουν σε επενδύσεις και δανείζονται χρήμα εκδίδοντας εταιρικά ομόλογα έναντι χρηματοροών ανά μήνα, χρήμα το οποίο φυσικά λειτουργεί ως κεφάλαιο. Η τράπεζες κάτοχοι των ομολόγων αυτών τότε προβαίνουν στη σύναψη CDS προκειμένου να προστατευτούν έναντι πιθανών μελλοντικών δυσχερειών των ανωτέρω επιχειρήσεων.
Αν φανταστούμε αυτά τα συμβόλαια ως μέρη ενός συνθέτου δικτύου CDS, τότε αυτά συσχετίζοντας τα κεφάλαια, «μετρούν» την κερδοφορία τους, μελετούν και αποτιμούν τις κεφαλαιακές παραγωγικότητες, αναλύουν τους ισολογισμούς, λαμβάνουν υπ όψιν τους την χρηματιστηριακή τους θέση καθώς και την μελλοντική χρηματιστηριακή αξία τους, αλλά κυρίως αμφισβητούν την δυνατότητα της θεωρίας των «θεμελιακών μεγεθών» (Παναγιώτου Γ 2007) να αποφανθούν φερέγγυα για τα παραπάνω.
 «Τιμολογούν» σε τελευταία ανάλυση την δυνατότητα των επιχειρήσεων προς απόσπαση υπεραξίας, αλλά με ένα νέο πιο δυναμικό τρόπο από την θεωρία των θεμελιακών μεγεθών.
Τα πιστωτικά αυτά παράγωγα τότε συσχετίζουν τις πιθανές μελλοντικές αποδόσεις των επιχειρήσεων, αποτυπώνουν τις οικονομικές εκτιμήσεις για αυτές, εντείνουν τη διαδικασία ανταγωνισμού μεταξύ τους. Εν τέλει συνεπώς, συμβάλουν στην τάση του ποσοστού κέρδους προς ένα ενιαίο ποσοστό κέρδους, αναδεικνύουν έτσι το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο.
 Όμοια και τα swaps έναντι συναλλαγματικής μεταβολής, συγκροτούν ένα δίκτυο αποτίμησης των νομισμάτων. Τα swaps επιτοκίου και διασυναλλαγματικού επιτοκίου αποτελούν καταφυγή των σχετικών αξιών διαφορετικών νομισματικών μονάδων, είναι άξια τέκνα της κατάργησης του Bretton Woods, των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, και στοιχεία της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, επιδιώκουν την νέα εμπιστοσύνη στην αβεβαιότητα των νομισματικών μονάδων, διότι η κατάργηση των εθνικών ελέγχων επί των κεφαλαιακών κινήσεων σημαίνει υψηλούς ρυθμούς μετατροπής κεφαλαίων από το ένα νόμισμα στο άλλο. Επειδή αυτές οι κεφαλαιακές κινήσεις γίνονται υπό το κράτος των ευμετάβλητων συναλλαγματικών ισοτιμιών, προκύπτει αύξηση της αβεβαιότητος στην μετατροπή των εθνικών νομισμάτων.
Εκεί όμως που φαίνεται καθαρά η ανάμιξη διαφορετικών ειδών αποδόσεων, όχι κατ ανάγκη κεφαλαιουχικών είναι στα CDO. Εσείς ορθώς βλέπετε την όψη της τιτλοποίησης, δηλαδή την προσπάθεια των Χ/Π οργανισμών να απαλλαγούν από στοιχεία του ενεργητικού τους, όπως είναι τα χορηγούμενα δάνεια ή άλλες μορφές χρέους. Χάνετε όμως τη δομή εντός της οποίας λαμβάνει χώρα. Τα πιστωτικά παράγωγα τύπου CDO.
Τα CDO είναι δομές εντός των οποίων εκδίδονται τίτλοι με βάση χρέη, δηλαδή με βάση ένα «ετερόκλητο» πλήθος δανείων ή ακόμη και ολόκληρων χαρτοφυλακίων. Οι δομές αυτές καθιστούν δυνατή τη σύμμειξη αυτών των λογιών-λογιών αποδόσεων κεφαλαιακών και μη, αυτών των χρηματοροών. Ενώ όμως είστε γνώστες αυτών των δομών μένετε στην κερδοσκοπική τους όψη, οπότε χάνετε την κοινωνική τους διάσταση. Δεν βλέπετε πως τα CDO επιτέλλουν δύο αναπάντεχες λειτουργίες. Αφενός συμμετροποιούν τους χρηματοπιστωτικούς τίτλους και αφετέρου «αγκυρώνουν» (Μπράυαν- Ράφερτυ) το Χ/Π σύστημα.
 Αν δούμε την σύμμειξη των Χ/Π κεφαλαίων στα CDO που προσφέρει ένα ομόλογο σε $ με επιτόκιο προσαρτημένο σε έναν χρηματιστηριακό δείκτη γερμανικών εταιρειών, κατανοούμε πως αυτό το ομόλογο είναι άμεσα εξαρτώμενο στις μεταβολές του εν λόγω δείκτη. Αυτό το ομόλογο ανέμειξε ομόλογα με μετοχές, άλλα αναμιγνύουν νομίσματα με μετοχές, άλλα ομόλογα με δείκτες εγχωρίων τιμών, άλλα δείκτες κάθε είδους με νομίσματα ή τιμές εμπορευμάτων. Εν γένει φαίνεται, λόγω της δομής των CDO, ότι αυτού του είδους τα παράγωγα δίνουν σε κάποια μορφή κεφαλαίου τα χαρακτηριστικά μιας άλλης.
Η ανάπτυξη τους είναι τεράστια διότι εξατομικεύονται και συνεπώς ικανοποιούν τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των πελατών-επιχειρήσεων, κρατών, εταιρειών διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, ακριβώς λόγω της ευελιξίας που τους προσφέρει η σύμμειξη και η συμμετροποίηση.
Σπάνε τους τοπικούς περιορισμούς διότι συνδυάζουν π.χ. τίτλους που προσφέρει μια ολλανδική εταιρεία με ένα χρηματιστηριακό δείκτη της Σιγκαπούρης ή με ένα νόμισμα, όπως το γιεν και μπορούν να αγοραστούν από ένα επαγγελματικό ταμείο της Σουηδίας, από ημεδαπούς αγρότες του θεσσαλικού κάμπου και από γερμανούς συνταξιούχους στο Ζααρμπρούκεν, όπως έγινε με τα σερτιφικάτ της Λέμαν Μπράδερς μέσω της Σίτιμπανκ.
Τα παράγωγα δεν είναι απλώς κάποια συμβόλαια, αλλά ενσωματώνουν μηχανισμούς συνεχούς επαναυπολογισμού, αφού λαμβάνουν υπ όψιν τους την δυναμική των δεικτών ή την μεταβολή των βασικών επιτοκίων τα οποία περιέχουν. Συμμετροποιούν και «αγκυρώνουν» το Χ/Π σύστημα όντας τα ίδια «πλωτά μέσα (Γ Παναγιώτου 2007)»
Τα πιστωτικά παράγωγα μέσω της σύμμειξης και της συμμετροποιήσεις διαφόρων μορφών κεφαλαίου «…μας επιτρέπουν την πρόσβαση στο κεφάλαιο εν γένει και το μονοπάτι από την αφηρημένη εργασία στο χρήμα εν γένει… (Μπράυαν Ράφερτυ 2006)»
Άρα θα λέγαμε πως τα πιστωτικά παράγωγα εκφράζοντας την δυναμική του κεφαλαίου εν γένει αναπαριστούν την αφηρημένη εργασία, άρα αποτελούν μορφές ύπαρξης της, αφού συμμετροποιούν ενεργά λογιών-λογιών συγκεκριμένα κεφάλαια. Ενσαρκώνουν την καπιταλιστική συσσώρευση, δεν την διευκολύνουν απλώς όπως εσείς νομίζετε.
Αν όμως αυτή η ανάπτυξη έχει βάση και τα πιστωτικά παράγωγα τιμολογούν κεφαλαιακές επιδόσεις, συμμετροποιούν Χ/Π τίτλους, και συγχρόνως «αγκυρώνουν» το Χ/Π σύστημα, φέρουν δε και «εσωτερική» αξία λόγω των υπολογισμών που ενσωματώνουν προκειμένου να επιτελέσουν τις ανωτέρω λειτουργίες, τότε γιατί είναι εξωφρενικό να υποθέσουμε πως είναι «χρυσός»; Κάνουν δηλαδή ότι έκανε και ο χρυσός πριν αποσυρθεί από το ρόλο του ως εμπορευματικό χρήμα το οποίο εκπροσωπούσαν τα τραπεζογραμμάτια, η χάρτινη όψη του.
Γιατί λόγω όλων αυτών των λειτουργιών τους να μην κατανοούμε τα πιστωτικά παράγωγα ως τελικά ένα παγκόσμιο χρήμα, μια και συμβάλουν αποφασιστικά στη συνεκτικότητα του Χ/Π συστήματος; Ως την εκδίκηση του εμπορευματικού χρήματος απέναντι στον χάρτινο εκπρόσωπό του, που εννοεί να τον εκπροσωπεί ενώ ο ίδιος (το εμπορευματικό χρήμα ως χρυσός) ξεπεράστηκε. Διότι το χάρτινο χρήμα δεκάρα δεν δίνει για τον χρυσό που υπάρχει ή δεν υπάρχει στις κεντρικές τράπεζες, παρά ορίζεται μόνον με βάση τη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Ο Μάρξ όμως προκριμένου να κατανοήσει το χρήμα ακολούθησε το μονοπάτι του εμπορευματικού χρήματος, του χρυσού, ενώ φαίνεται πως είχε συναίσθηση της προσωρινότητας του χρυσού ως σημείου αγκύρωσης, ως σημείου αναφοράς.
Δυστυχώς οι σύγχρονοι μαρξιστές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν ασχολούνται με την κίνηση του χρήματος, και συνεπώς με την κίνηση των εμπορευμάτων ως ένα στιγμιότυπο της κίνησης αυτής, αλλά με «τις υλικές ροές…». Αλλιώς πώς να εξηγήσω ότι ο αδιαφανής κόσμος που απλώς ανέφερα στην παράγραφο περί παραγώγων, κόσμος που γέννησε την κρίση και υπέρ του οποίου, δηλαδή στην κατεύθυνση της υπέρβασης των ανισορροπιών του, επιδιώκεται το ξεπέρασμα της, νοείται από σας ως ένας κόσμος στρεβλών αναπαραστάσεων, «καινοτόμων» και «ριψοκίνδυνων προϊόντων», χώρος δράσης των ραντιέρηδων, έτσι που να θριαμβεύει η κευνσιανή ερμηνεία.

Υ.Γ. Σύντροφοι, έχω συναίσθηση πως κάνω κατάχρηση του χώρου για τις διάφορες παρεμβάσεις. Αν τα παραπάνω τα θεωρείτε χρήσιμα στον διάλογο που εγκαινιάσατε με αφορμή τις θέσεις για το συνέδριό σας, παρακαλώ να τα συμπεριλάβετε στο σύνολό τους.
Η προσπάθειά σας χρειάζεται παιδεία και κουράγιο, τα οποία και διαθέτετε. Εγώ από την πλευρά μου να ευχηθώ καλή επιτυχία.

Γ. Παπαδόπουλος, Απρίλιος του 2011.

...................................................................................................................
Ομιλία στο Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ για την καπιταλιστική κρίση 2011
της σ. Μαρίας Μπικάκη

Συντρόφισσες, σύντροφοι,
Είναι ανάγκη ως οργάνωση να έχουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για την κρίση, τις εκφράσεις της σε κάθε πλευρά της οικονομίας και της κοινωνίας, να μελετήσουμε  τις κινήσεις του αστικού πολιτικού μπλοκ και τελικά να επεξεργαστούμε τη δική μας γραμμή για το σήμερα.
Μεθοδολογικά νομίζω ότι αυτό το τελευταίο, δηλαδή η δική μας γραμμή, είναι και το πιο καίριο και σε αυτό χρειάζεται να δώσουμε βάρος για να ενοποιηθούμε ως οργάνωση. Να πάρουμε υπόψη ότι για την πλήρη επεξεργασία όλων των πλευρών έκφρασης της κρίσης στην Ελλάδα χρειαζόμαστε μια σειρά στοιχεία, που πρέπει να αντλήσουμε και πρωτογενώς για την τεκμηρίωση των συμπερασμάτων μας. Για αυτό να αξιοποιήσουμε τις όποιες δυνατότητες που έχουμε, με συναίσθηση ότι τα μέσα μας για αυτό δεν είναι απεριόριστα.  Γι αυτό να μη βιαστούμε να δώσουμε συνολικά ως οργάνωση εύκολες και γρήγορες απαντήσεις για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίσης, που πρέπει να μελετηθούν παραπέρα. Να ανοίξουμε και άλλα ζητήματα που συνδέονται με την κρίση και δεν καταπιάνονται στην εισήγηση.

Να σας πω ορισμένες πλευρές.
1.  Αφού μιλάμε για παγκόσμια κρίση, χρειάζεται να ψάξουμε στοιχεία για τις χώρες του μη δυτικού καπιταλισμού και τη σχέση τους με την κρίση, όχι μόνο γιατί είμαστε γεωγραφικά κοντά και στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, αλλά και γιατί αυξάνει ο ρόλος τους στην παγκόσμια οικονομία και χρειάζεται να σκεφτόμαστε διεθνιστικά. Δεν είναι όλα ίδια σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και.
2.  Επίσης, χρειάζεται με πιο ιδιαίτερο τρόπο και πιο αναλυτικά να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά που έχει μέχρι τώρα η κρίση στην Ελλάδα. Να βρούμε στοιχεία για το ελληνικό κεφάλαιο, τη σύνθεση του, τη διαπλοκή του, το βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησής του, την επίδραση της κρίσης στη πορεία του.
3.  Η εισήγηση αναφέρει πολλά για την ιστορικότητα της κρίσης και την κρίση του 73. Όμως τελικά η κρίση του ΄73 είχε έκφραση στην Ελλάδα, πως τεκμηριώνεται αυτό για την Ελλάδα, με ποια οικονομικά στοιχεία;
4.  Γιατί, πόσο και πως έχει σχέση η ελληνική έκφραση της κρίσης με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα; 
5.  Επίσης, να σταθούμε περισσότερο στο δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα της Ελλάδα, γιατί πάνω σε αυτό κτίζεται η τεράστια επιχείρηση καθυπόταξης των συνειδήσεων και έντασης της εκμετάλλευσης. 
6. Αυτές οι ελλείψεις νομίζω ότι πρέπει να συμπληρωθούν στο κείμενο εργασίας στην πορεία για το συνέδριο.

Βεβαίως, συμφωνώ ότι έχουμε μια κρίση υπερσυσσώρευσης και οι αιτίες της εδράζονται στην παραγωγική σφαίρα της οικονομίας. Αυτές είναι οι γενικές αλήθειες. Υπάρχουν, όμως, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για το πώς εκφράστηκε και ξεκίνησε η κρίση στην χώρα μας. Διότι δεν ακολουθήθηκε ένα μοντέλο που λέει πτώση κερδών στην παραγωγική οικονομία, κλείσιμο επιχειρήσεων και μετά ήρθαν τα πάνω-κάτω. Αλλά έχουμε τις συγκεκριμένες εκφράσεις της δημοσιονομικής κρίσης, τα μέτρα του αστικού μπλοκ για τη δήθεν αντιμετώπισή του που οδηγούν ευθέως στην ύφεση, αλλά και τον ιδιαίτερο ρόλο του χ-π συστήματος στην Ελλάδα.

Για να βοηθήσω θα αναφερθώ με ορισμένα στοιχεία στις τράπεζες στην Ελλάδα.
Στη δεκαετία του 80 το συντριπτικό  μερίδιο των τραπεζικών εργασιών ( καταθέσεις και δάνεια) ανήκε στις τράπεζες, που ήταν υπό δημόσιο έλεγχο (Εθνική, Εμπορική, Αγροτική, Ιονική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, κ.α.) και μέσω αυτών ασκούνταν και η κυβερνητική πολιτική για την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ιδιοκτησιακά τα πλειοψηφικά πακέτα ανήκαν σε δημόσιους φορείς, ασφαλιστικά ταμεία, εκκλησία, κ.α. και τη διοίκησή τους ασκούσε ο κυβερνητικά διορισμένος διοικητής. Η πολιτική που ασκούσαν αντιστοιχούσε στην ενίσχυση των ντόπιων καπιταλιστών με χαμηλότοκα δάνεια (πολλές φορές και αγύριστα) και σε παροχή επιτοκίων καταθέσεων που κάλυπταν τον πληθωρισμό, ενώ παράλληλα είχαμε στην κοινωνία το μοντέλο του λεγόμενου κράτους πρόνοιας. Τα κέρδη των τραπεζών κυμαινόταν σε φυσιολογικά επίπεδα.
Από τα μέσα  της δεκαετίας του 90 έχουμε μια στροφή στο μάνατζμεντ που απαιτούσε πιο γρήγορα και μεγάλα κέρδη, ιδιωτικοποιήσεις, ευελιξία σε επενδύσεις κεφαλαίων στα λεγόμενα νέα προϊόντα και τολμηρά ανοίγματα στο εξωτερικό. Παράλληλα με αυτά έχουμε μεγάλη υποχώρηση των κρατικών τραπεζών στο μερίδιο αγοράς σε όφελος των ιδιωτικών. Παρά το σκάνδαλο με την ιδιωτική Τράπεζα Κρήτης (που ανέδειξε σε όλο τον κόσμο το ληστρικό ρόλο των τραπεζών), έχουμε ακόμα και ξεπούλημα δημόσιας τράπεζας και όλης της περιουσίας της, της κρατικής Ιονικής στον Κωστόπουλο, ιδιοκτήτη τότε της Πίστεως, και δημιουργία του ομίλου της  Άλφα. Έχουμε πέρασμα μεγάλων πακέτων μετοχών των κρατικών τραπεζών σε ιδιώτες, αλλά και σε τράπεζες του εξωτερικού που μετέτρεψαν τις τράπεζες από κρατικές σε ιδιωτικές (Eθνικής σε κεφάλαια συνδεόμενα με τη Citigroup, Εμπορικής κατά 91% από την Credit Αgricole, Γενικής εξαγορά από τη Societe Generale). Τελική κατάληξη έχουμε μειοψηφικό μερίδιο στη τραπεζική αγορά από τις 2 κρατικές εμπορικές τράπεζες που έχουν απομείνει, την Αγροτική και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Το εύκολο και γρήγορο κέρδος είναι πιο ελκυστικό για τους καπιταλιστές, που επενδύουν πολλά στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα του τραπεζικού τομέα.  Όλο και περισσότερο κεφάλαια από την παραγωγική οικονομία μεταφέρονται στα τραπεζικά προϊόντα. Εκτοξεύονται στα ύψη τα κέρδη των τραπεζών (ακόμα μεγαλύτερα και από τραπεζών του εξωτερικού). Αυτό δημιουργεί περαιτέρω συσσώρευση κεφαλαίων που βρίσκει διέξοδο σε επενδύσεις με αγορές τραπεζών των Βαλκανίων  και της Ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα, τα κερδοσκοπικά παιγνίδια φτάνουν στο απόγειο τους. Οι τράπεζες επενδύουν και σε νέα προϊόντα είτε δημιουργώντας οι ίδιες επενδυτικά κεφάλαια (hedge funds, swaps και άλλα), είτε επενδύοντας σε μικρότερο βαθμό  σε ανάλογα προϊόντα του εξωτερικού. Πολλές τέτοιες τοποθετήσεις αποδείχτηκαν επισφαλείς και τοξικές. Όταν έσκασε η φούσκα το 2008 στην Αμερική και οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν εκτεθειμένες σε ένα βαθμό. 
Το ίδιο διάστημα οι τράπεζες και με δική τους πρωτοβουλία και  με κρατική παρότρυνση επένδυαν κεφάλαια στα δάνεια του ελληνικού δημόσιου, που προσέφεραν και προσφέρουν πολύ ψηλά επιτόκια.
Η συσσώρευση κερδών ταυτόχρονα οδήγησε,  επίσης,  σε μια νέα δανειακή πολιτική που δάνειζε αφειδώς χωρίς εγγυήσεις δάνεια για τα πάντα και στους πάντες (αναλύονται και στην εισήγηση οι πολιτικοί λόγοι για αυτό). Το γεγονός αυτό οδηγεί μοιραία και στο να αυξάνονται τα ανεξόφλητα δάνεια και τελικά οι επισφάλειες των τραπεζών. Υπολογίζεται ότι σήμερα αυτές είναι περίπου 30 δισ. €. Βέβαια, να σημειώσουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες σε μικρότερο βαθμό από άλλες ευρωπαϊκές έχουν δώσει δάνεια που δεν αντιστοιχούν σε καταθέσεις. 53 δισ. περισσότερα δάνεια από ότι καταθέσεις. Παρόλα αυτά για να έχουμε μια τάξη μεγέθους στην Ελλάδα τα δάνεια είναι 1,5 φορά περισσότερα από τις καταθέσεις, έναντι ακόμα και 2 ακόμα και 3 φορές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Κυρίως,  λοιπόν, αυτοί οι 3 παράγοντες (επένδυση σε τοξικά προϊόντα, επισφαλή δάνεια και αγορές των ελληνικών κρατικών ομολόγων που απαξιώνονται) συν τη φυγή το 2010 καταθέσεων περίπου 30 δισ.,  λόγω του κλίματος που διαμόρφωσε η κυβερνητική πολιτική, ( τα 15 δισ. από αυτά έφυγαν στο εξωτερικό)  φτάνουμε σήμερα το σύστημα να θεωρεί ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται ενίσχυση για να έχουν ρευστό και να μην γίνει κραχ. 
Έτσι φτάνουμε σήμερα οι τράπεζες να έχουν λάβει 108 δισ. € εγγυήσεις του δημοσίου, ποσό που αποτελεί το 1/3 περίπου του ελληνικού δημόσιου χρέους. Επίσης, να έχουν πάρει δάνεια ύψους 95 δισ. € από την ΕΚΤ για να καλύψουν την ανάγκη ρευστότητας.

Προφανώς λοιπόν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τον αυξημένα ανεξέλεγκτο  ρόλο του, έχει στενή σύνδεση με την κρίση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων στην Ελλάδα. Γεγονός που ήταν και αντικειμενική εξέλιξη και πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων.

Μια άλλη παράμετρος που πρέπει να συνυπολογίσουμε είναι ότι από το 2005 τα  Νέα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, που επιβλήθηκαν για την αποτίμηση των ισολογισμών των τραπεζών, μειώνουν την εικόνα των αχαλίνωτων κερδών και γίνονται όχημα, όχι μόνο για περικοπές σε μισθούς και συνταξιοδοτικά δικαιώματα του προσωπικού των τραπεζών, αλλά και για να εμφανίζεται αυτή η λογιστική εικόνα της πτώσης κερδών.
Η εμφάνιση μείωσης των κερδών, ενώ αλλάζει το τοπίο για τους μισθούς και τις ασφαλιστικές απολαβές των υπαλλήλων και την προβάλλει την εικόνα των αναξιοπαθούντων τραπεζών, που θέλουν ενίσχυση, επηρεάζει αντιστρόφως ανάλογα το τοπίο των αμοιβών για τους διάφορους τραπεζίτες- μάνατζερ, που κρατούν το τραπεζικό σύστημα στα χέρια τους.
Και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα τρόπο καταλήστευσης χρήματος από τους καπιταλιστές. Τα κέρδη τους στις τράπεζες δεν προκύπτουν πια κυρίως από τα μερίσματα των μετοχών. Αφού τα πραγματικά κέρδη δεν καταγράφονται όλα, γιατί έχουν προηγούμενα διανεμηθεί-σπαταληθεί σε επενδυτικά προϊόντα και ως προμήθειες, μίζες, εξαγορές, αλλά και σκανδαλώδεις αμοιβές των manager.
Προβόπουλος, τώρα Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, (πρώην Εμπορικής- παλιότερα στέλεχος της Άλφα και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ) φορολογική δήλωση  του 2008 4,051 εκ. €, (τα 4 εκ.  αυτοτελώς φορολογούμενα, δηλαδή είτε μηδενικά, είτε με χαμηλό συντελεστή). Επί των ημερών του πούλησε την Εμπορική στα Γαλλικά κεφάλαια. 
Αράπογλου, διοικητής Εθνικής το 2008 (πρώην στέλεχος της Chase και πρώην υψηλά ιστάμενος του ομίλου Citigroup σε Β. Αμερική και Ευρώπη ), μηνιαίος μισθός 51 χιλιάδες € το 2008 (χωρίς πρόσθετες αμοιβές και μπόνους). Ποια είναι τα μπόνους; Αυτός και 73 άνθρωποι στη διοίκηση της ΕΤΕ μοιράστηκαν 13,8 εκατ. ευρώ από τη διαφορά τιμής αγοράς και πώλησης -την ίδια μέρα- των μετοχών που τους χορηγήθηκαν ως μπόνους. Τα έξοδα των αμοιβών τους αποτελούν το 38% των μισθών των 12,5 χιλιάδων υπαλλήλων της Τράπεζας. Επί των ημερών Αράπογλου ο έλεγχος της Εθνικής πέρασε από το Δημόσιο σε κεφάλαια της Citigroup, μέσα από το κόλπο grosso της αγοράς της Τουρκικής Finansbank, με την απαραίτητη για αυτό τεράστια αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής.
Πλάι δηλαδή στους κλασικούς τραπεζίτες, κατόχους τραπεζών, το Λάτση της Eurobank με περουσία 5,3 δισ. και στη φετινή λίστα των 150 πιο πλούσιων του κόσμου, το Βγενόπουλο της Marfin, το Σάλλα της Πειραιώς, τον Κωστόπουλο της Άλφα κ.α, έχουμε και τους καπιταλιστές-τραπεζίτες καριέρας.
Η ρήση του Μαρξ ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ληστεία από την ίδρυση μιας τράπεζας αποδεικνύει και σήμερα την ισχύ της.  Από παντού οι τράπεζες κλέβουν το εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων και αναδιανέμουν τον πλούτο υπέρ των καπιταλιστών. Αν πριν έβγαζαν κέρδη οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστές από τη διαφορά επιτοκίων (μεγαλύτερο επιτόκιο δανεισμού και μικρότερο καταθέσεων) και κυρίως μέσω των μερισμάτων διένειμαν τα κέρδη στους μετόχους,  σήμερα βγάζουν  από παντού. Μειώνουν τα επιτόκια καταθέσεων και εκμεταλλεύονται τα χρήματα, γδέρνουν με τα επιτόκια δανεισμού, ταυτόχρονα διοχετεύουν χρήματα μέσω δανείων με χαμηλότερο επιτόκιο ακόμα και από το επιτόκιο καταθέσεων σε ημέτερους, καρπώνονται κέρδη με τη δημιουργία ανεξέλεγκτων επενδυτικών κεφαλαίων, με τις αναθέσεις εργασιών, προμηθειών, συμβουλών, τις μίζες, αλλά και τις αποζημιώσεις, τα μπόνους, τους μισθούς των μάνατζερ, γεγονότα που δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε την προβολή τους ως σκανδαλοθηρικά και, αλλά να τα αναδεικνύουμε για να παρουσιάζουμε το μέγεθος των ταξικών αντιθέσεων.
Ταυτόχρονα στενή είναι η διαπλοκή και η διασύνδεση όλων των μορφών κεφαλαίου. Γύρω από το τραπεζικό κεφάλαιο συνενώνονται το εφοπλιστικό, αεροπορικό, βιομηχανικό, κατασκευαστικό, ΜΜΕ. Η συγκέντρωση προχωρά και όλο και σε λιγότερα χέρια βρίσκονται περισσότερα κεφάλαια (βλέπε εξαγορές μικρότερων τραπεζών από μεγαλύτερες). Ενώ η συγκεντροποίηση έχει χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βγενόπουλο της Marfin, της Vivartia (πρώην Δέλτα), Τσιπίτα, Μπάρμπα Στάθης, Goody's, το 19% του ΟΤΕ (ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος μετά το ελληνικό Δημόσιο), το νοσοκομείο 'Υγεία' και τα μαιευτήρια 'Μητέρα' και 'Λητώ', την Attica Holdings που έχει τα Super Fast Ferries και τα Blue Star Ferries, το Cyprus Hilton, τη Singular Logic.
Ο ενδοαστικός ανταγωνισμός και σε αυτή φάση  συνυπάρχει με τη συνεργασία τους ενάντια στην κοινωνία και τους εργαζόμενους. Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί ότι σε αυτή τη φάση, λόγω κρίσης, προηγείται το ανταγωνισμός τους. Οι συγγενεύσεις τραπεζών αποτελούν ένα πεδίο που θα κρίνει πολλά το επόμενο διάστημα.
Πολυεθνικά συμφέροντα είναι στενά διαπλεκόμενα με τα συμφέροντα των ελλήνων τραπεζιτών.  Χαρακτηριστικά η Citigroup, παρότι συνδέεται με τους ξένους θεσμικούς επενδυτές που έχουν κεφάλαια της Εθνικής, ανέλαβε σύμβουλος της Άλφα Μπανκ για την μεταξύ τους συγχώνευση. Διαδικασία που είναι τόσο καθαρή, ώστε ήδη έχει κινηθεί αυτεπάγγελτη εισαγγελική έρευνα για τα κερδοσκοπικά παιγνίδια που ξεδίπλωσε.
Η σκανδαλώδης παρέμβαση κράτους και πολυεθνικών οργανισμών Ε.Ε., ΔΝΤ, ΕΚΤ, υπέρ των τραπεζών και σε βάρος συνολικά των εργαζόμενων εκφράζεται και ενάντια στους εργαζόμενους σε αυτές και είναι δρομολογημένη από τον ασφαλιστικό νόμο του 2005, με τον οποίο μειώνονται οι ασφαλιστικές εισφορές των τραπεζιτών, οδηγώντας και σε ελλείμματα τα ασφαλιστικά ταμεία και κορυφώνονται με το 4ο μνημόνιο που απαιτεί μείωση αμοιβών των τραπεζοϋπαλλήλων και διάλυση των συμβάσεων, ενώ δρομολογούνται και απολύσεις.
Ταυτόχρονα η σύνδεση των τραπεζιτών με τη δρομολόγηση της κρίσης του δημόσιου ελληνικού χρέους είναι πασιφανής. Ο Προβόπουλος με απόφαση της Τρ. Ελλάδας στις 5/10/2010 (την επόμενη των εκλογών για να μη χάνουν χρόνο) αύξησε τον χρόνο «αέρα» από 3 σε 10 μέρες για να παρουσιάζονται οι τίτλοι ομολόγων που πωλούνται στο χρηματιστήριο, ανοίγοντας την αυλαία για τα κερδοσκοπικά παιχνίδια με τα σπρεντ ακόμα και από αυτούς που δεν είχαν καν τίτλους ομολόγων.
 Η κατοχή από μέρους των ελληνικών τραπεζών ενός ποσοστού 30% των ελληνικών ομολόγων και τα προβλήματα ρευστότητας δεν δικαιολογούν την  σκανδαλώδη παροχή εγγυήσεων 108 δισ. στις τράπεζες, ποσού που υπερβαίνει την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία των τραπεζών και θα μπορούσε κάλλιστα να τις είχε εξαγοράσει για λογ/σμό του δημοσίου. Δηλαδή, με τα λεφτά αυτά έφταναν και περίσσευαν για να κρατικοποίηση των τραπεζών και μάλιστα με αποζημίωση. Στα τέλη του 2010 οι εισηγμένες τραπεζικές μετοχές αποτιμώνται μόλις με 18 δισ. ευρώ!  Άλλη μια ένδειξη του τρόπου λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας, του χρηματιστηρίου και των τραπεζών.
Άρα, χρειάζεται να δούμε σε αυτή την κρίση, που μια μορφή εκδήλωσής της είναι ότι τα δημόσια χρέη όλων των κρατών μαζί είναι 3πλάσια από το ΑΕΠ τους, ότι ο πλούτος είναι περισσότερος από κάθε άλλη φορά και συγκεντρωμένος σε όλο και λιγότερα χέρια καπιταλιστών που ελέγχουν τράπεζες, κράτη, πολιτικές.
Ενδεικτικό τα 60 δις. € καταθέσεις ελλήνων καπιταλιστών και χρηματισμένων πολιτικών στην Ελβετία. 
Να αναδείξουμε τον ανορθολογικό, ληστρικό και βάρβαρο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και να προβάλλουμε τις δικές μας πολιτικές λύσεις της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής ανατροπής, της εργατικής εξουσίας, της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Να συμβάλλουμε στην απόκρουση των επιχειρημάτων της κυρίαρχης ιδεολογίας που ενοχοποιεί τους εργαζόμενους για τυχόν δάνεια που έχουν πάρει, για καταναλωτισμό, για δήθεν εργασιακά προνόμια. Όσο είναι γεγονός ότι υπάρχει μεγάλο ιδιωτικό χρέος, άλλο τόσο είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα αυτό είναι μικρότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ από ότι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα η Ελλάδα για το ιδιωτικό χρέος δεν είναι στις πρώτες ευρωπαϊκές θέσεις όπως είναι για το δημόσιο χρέος. Εξάλλου, δεν είναι υπεύθυνοι οι εργαζόμενοι για τον καταναλωτισμό και τα δανεικά τους, ούτε για την πορεία των τραπεζών, ούτε για το δημόσιο χρέος. Και άρα δεν μπορεί αυτά τα δυο να εξισώνονται και να διαχέονται οι ευθύνες για τη δημιουργία τους.
Να προβάλλουμε το αίτημα του περάσματος των τραπεζών σε δημόσια-κοινωνική ιδιοκτησία, με εργατική διεύθυνση και έλεγχο και λειτουργία τους για τις κοινωνικές-λαϊκές ανάγκες.

Και αυτό μαζί με το κλείσιμο του χρηματιστηρίου και το σύνολο των αιτημάτων-στόχων για τη διαγραφή του χρέους, την έξοδο από την ΟΝΕ-ευρώ – Ε.Ε., την ικανοποίηση των εργατικών αναγκών και την ανατροπή της επίθεσης και της χούντας αστικών κομμάτων, Ε.Ε., Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ.

Νομίζω ότι στο θέμα της πολιτικής γραμμής χρειάζεται μια εκτεταμένη συζήτηση. Και λέω συνοπτικά τη γνώμη μου.
1.  Το χρέος, τα ελλείμματα και η κρίση είναι πρωτίστως θέμα πολιτικό και όχι καλύτερης διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Η λύση τους είναι αντικαπιταλιστική ανατροπή οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού συστήματος και της εξουσίας.
2. Οι όποιες οικονομικές προτάσεις δεν μπορούν να έχουν προσανατολισμό που δεν συγκρούεται με τις ρίζες των δεινών, να είναι διαχειριστικές στα πλαίσια του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος, όπως αναδιάρθρωση του χρέους, υποτίμηση, επιστροφή στη δραχμή, κ.α.
3. Χρειάζεται πιο έντονα να προβάλλεται ο στόχος της διαγραφής του χρέους σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση όλων των στόχων πάλης για τα εργατικά δικαιώματα και ελευθερίες,  την έξοδο από την Ε.Ε., τη σύνδεση με την επαναστατική διέξοδο.
4. Να αποκρουστούν λογικές συμψηφισμού ευθυνών (κεφαλαίου και  εργατικής τάξης) για τα αίτια της κρίσης.
5. Να ξεκαθαριστεί ότι το κύριο πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη διαφάνειας, στοιχείων και δεν μας λείπουν αυτά για να υποστηρίξουμε το αίτημα της διαγραφής. Άρα, προσοχή σε βιαστικές δηλώσεις στήριξης πρωτοβουλιών για ΕΛΕ, χωρίς κριτήρια. Που τελικά όπως φαίνεται από το κείμενο της αντίστοιχης πρωτοβουλίας παίρνουν μορφή προτάσεων για νομοθετική κατοχύρωση της επιτροπής, με ορκωτούς λογιστές για εξακρίβωση των αιτίων (λες και είναι άγνωστα), παρακάμπτουν το αίτημα για διαγραφή του χρέους και καλλιεργούν διαχειριστικές αυταπάτες. 
6. Να αποκρουστούν ταυτόχρονα οι προσεγγίσεις, δήθεν από επαναστατική σκοπιά, που αξιοποιώντας αυτά τα λάθη, βάζουν συνολικά θέμα για αλλαγή της μετωπικής μας πολιτικής. Κρίνουν ως ανεδαφική την προβολή του απαγόρευση των απολύσεων ή φορολόγηση του κεφαλαίου,  λόγω μάλιστα χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Και ταυτόχρονα αλλοιώνουν προσεγγίσεις του ΝΑΡ, για το αίτημα της συνολικής διαγραφής  ως αίτημα αποσυνδεδεμένο με το σύνολο των πολιτικών στόχων μας
7.  Σύντροφοι, νομίζω ότι πρέπει σε αυτή την περίοδο της κρίσης,  απαιτείται να προβάλλουμε μαζί με το σύνολο των πολιτικών μας στόχων πιο επιτακτικά το στόχο ανατροπής αυτής της κυβέρνησης και κάθε άλλης που πρεσβεύει την ίδια πολιτική και όχι μόνο του αλλά μαζί με το στόχο της εργατικής εξουσίας.  Γιατί αλλιώς σ. φαίνεται σαν να έχουμε ένα κενό, να μην έχουμε πρόταση για το μετά και για την εξουσία, κενό το οποίο φαίνεται να το καλύπτει το ΚΚΕ, βάζοντας το λαϊκή εξουσία-λαϊκή οικονομία, ο ΣΥΝ με την προοδευτική κυβέρνηση και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις με την πρακτική τους σήμερα και τα σενάρια που επεξεργάζονται για το αύριο.
8. Και πρώτα από όλα χρειάζεται συλλογική, υπεύθυνη δουλειά ως οργάνωση και μέσα στις οργανώσεις για τη γραμμή μας και την τακτική μας για την κρίση. Για να αποφεύγονται οι προσωπικές πολιτικές και οι ατομικές επιλογές. Για να μην διαμορφώνονται καταστάσεις από κάποιους και να τρέχουν σ. εκ των υστέρων είτε να τις επιδιορθώσουν κατά το δυνατόν, είτε να τοποθετηθούν,  αφού έχει προχωρήσει η δημιουργία τους, είτε να αφήσουν προς ερμηνεία κατά το δοκούν για το εάν καλύπτονται οι προϋποθέσεις στήριξης που θέτει
9. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται από το γραφείο της ΠΕ, όλες τις OB και τον κάθε σ. να ρίξουμε βάρος στη συλλογική μας δουλειά, σε συλλογικές μελέτες και επεξεργασίας. Η πολιτική γραμμή να παράγεται από τις Ο.Β. με ευθύνη του γραφείου της Π.Ε. που σημαίνει βάρος στη συλλογική λειτουργία, στην αξιοποίηση της γνώμης και της συμβολής πρώτα απ΄ όλα των μελών μας που χρειάζεται να ζητηθεί να δώσουν γνώσεις και εμπειρίες,  όχι κενά σε αρμοδιότητες-χρεώσεις της παρακολούθησης της δουλειάς από το Γραφείο. Όλοι μαζί να προχωρήσουμε με συλλογική στράτευση, συντροφικότητα, συνέπεια.

Συντρόφισσες, Σύντροφοι,
Για να συμβάλλουμε να αλλάξει ο κόσμος, χρειάζεται να αλλάξουμε και εμείς. Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Μαρία Μπικάκη, ΟΒ ΔΕΚΟ-Τραπεζών ΝΑΡ Αθήνας
_______________________________________________________
  

Μονόδρομος για το κεφάλαιο η κυρίαρχη πολιτική


Άρθρο του Βασίλη Μηνακάκη, εφημερίδα ΠΡΙΝ


Το κεφάλαιο, οι κυβερνήσεις, οι εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί και μηχανισμοί του υιοθετούν, στην προσπάθειά τους να υπερβούν την κρίση, μια στρατηγική κοινωνικού κανιβαλισμού, που συνθλίβει τις εργατικές ανάγκες και τη φύση. Μια στρατηγική που, παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, διαπνέεται από μια ενιαία λογική.
Προκύπτει, εδώ, ένα καίριο ερώτημα: Δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί ένας διαφορετικός δρόμος από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας; Δεν θα μπορούσε να προκριθεί μια πολιτική που να εμπεριέχει κάποια στοιχεία κεϊνσιανισμού; Δεν βλέπουν τα αδιέξοδα της γραμμής που επιλέγουν; Δεν βλέπουν, για παράδειγμα, ότι η δραματική συμπίεση των μισθών συρρικνώνει την κατανάλωση και τα φορολογικά έσοδα, βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και στο δημόσιο χρέος και δεν προοιωνίζει την έξοδο από την κρίση;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει καταρχήν να δούμε γιατί υιοθετείται αυτή την κανιβαλική στρατηγική. Υπάρχει, ασφαλώς, η πολιτική πλευρά: αν και οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί εμπεριέχουν τη δυνατότητα ταχύτερης και βαθύτερης ανάπτυξης της τάσης εργατικής χειραφέτησης, εντούτοις σφραγίζονται καταλυτικά από την καταθλιπτική κυριαρχία των τάσεων υποταγής. Με άλλα λόγια, το εργατικό κίνημα και η επαναστατική Αριστερά δεν είναι στο επίπεδο που θα μπορούσε να αναχαιτίσει ή να ανατρέψει την αστική επιδρομή.
Είναι όμως μόνο αυτό. Και πάλι όχι. Η αστική πολιτική δεν είναι αυθαίρετη επινόηση κάποιων ηγετών ή κάποιων φωτισμένων διανοούμενων τύπου Κέινς ή Φρίντμαν, δεν είναι απλώς μια μορφή διαχείρισης, είναι τελικά «συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», των αναγκών και των προτεραιοτήτων της, όπως αυτές συμπλέκονται με τους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, τις πολιτικές διαμεσολοβήσεις, την ταξική πάλη.
Στην παρούσα φάση, λοιπόν, το κεφάλαιο αντιλαμβάνεται ότι η καρκινοβασία της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης έχει τη βάση της στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Δηλαδή στο γεγονός ότι -λόγω των τεχνολογικών αλλαγών και της μαζικής χρησιμοποίησης ενός πιο ακριβού και πιο γρήγορα ανανεούμενου τεχνολογικού εξοπλισμού, ο οποίος αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας αλλά αντικαθιστά εργατικά χέρια και μυαλά και εκτοπίζει τη ζωντανή εργασία από την παραγωγή- λιγότεροι εργαζόμενοι (που αυτοί μόνο παράγουν υπεραξία) κινούν περισσότερα κι ακριβότερα μέσα παραγωγής (που δεν παράγουν υπεραξία).
Πώς μπορεί να αντισταθμιστεί -από τη σκοπιά του κεφαλαίου- αυτή η κατάσταση; Καταρχήν με μια βουτιά στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, που θα τονώνει αποφασιστικά και με πρωτοφανή αγριότητα την άντληση υπεραξίας – τόσο σχετικής όσο και απόλυτης, ειδικά αυτής, θάλεγε κανείς στην παρούσα φάση. Και ταυτόχρονα, με μια ριζικότατη ανασυγκρότηση των σχέσεων εργασίας (δηλαδή των όρων αγοραπωλησίας και εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης) τόσο στο περιεχόμενο της εργασίας και τις εργασιακές ικανότητες, όσο και στη σχέση ζωντανής-νεκρής εργασίας, τη σχέση των μισθωτών μεταξύ τους στο προτσές παραγωγής (την «κοινωνικά συνδυασμένη εργασία» του Μαρξ), τη μορφή της εργασιακής ένταξης και τη θέση στην ιεραρχία της παραγωγής. Να, λοιπόν, τι βρίσκεται πίσω από την πολιτική του Παπανδρέου και του ΔΝΤ, του Κάμερον και της ΕΕ, της Μέρκελ και του ΣΕΒ, τις οδηγίες Μπολκενστάιν και τα 592 ευρώ, την  κρυφή γοητεία της Κίνας και την υπερεκμετάλλευση των μεταναστών.
Μάλιστα, όσο ο καπιταλισμός -λόγω της πλανητικής διαπλοκής των κεφαλαίων- δυσκολεύεται να καταφύγει στον όλεθρο του πολέμου ως μέσο για την εκτόνωση της κρίσης, τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής μηχανής, τόσο πιο βίαια καταφεύγει στον όλεθρο του άγριου κοινωνικού πολέμου, της ανεργίας, της συμπίεσης της αξίας της εργατικής δύναμης κάτω και από το φυσικό-βιολογικό της όριο.
Με αυτή την έννοια, η ακολουθούμενη πολιτική είναι μονόδρομος για το κεφάλαιο, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, είναι στρατηγική επιλογή για την υπέρβαση μιας ιστορικού χαρακτήρα κρίσης και όχι τακτικού χαρακτήρα διαχείριση για το συμμάζεμα μιας τρέχουσας κυκλικής κρίσης. Σε αυτή την πολιτική συνέκλιναν όλοι οι αστικοί κύκλοι παγκοσμίως όχι γιατί «συνεννοήθηκαν σε ένα τραπέζι» ή γιατί τους την υπέδειξαν κάποια «θινκ τανκ» του κεφαλαίου, αλλά γιατί εκεί τους «οδηγούν από τα πράγματα» οι νόμοι κίνησης και το ένστικτο κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Η στρατηγική αυτή διασχίζεται, προφανώς, από οξύτατες αντιθέσεις και αντιφάσεις, που δοκιμάζουν τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα την αποτελεσματικότητά της και προδικάζουν νέα οξύτερα  κρισιακά επεισόδια. Για παράδειγμα, η δραματική συμπίεση της αξίας της εργατικής δύναμης εξακοντίζει την απόσπαση υπεραξίας αλλά καταβαραθρώνει την πραγμάτωσή της στη σφαίρα της κατανάλωσης. Η λεηλασία της φύσης προσφέρει κερδοφόρες διεξόδους σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια αλλά θέτει σε κίνδυνο τους συνολικούς όρους αναπαραγωγής του συστήματος. Η συντριβή των κοινωνικών δικαιωμάτων σταθεροποιεί την καπιταλιστική κερδοφορία αλλά αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα. Τα μνημόνια και τα σύμφωνα για το ευρώ επιτρέπουν στις γερμανικές τράπεζες να μην απαξιωθούν τα ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών που κατέχουν αλλά δυσκολεύουν τις εξαγωγές των γερμανικών βιομηχανιών. Η προσπάθεια των πολυεθνικών του πετρελαίου να ελέγξουν απευθείας τα κοιτάσματα σε χώρες όπως η Λιβύη, αποκαθηλώνοντας τους ως χτες κυβερνητικούς διαμεσολαβητές, ίσως αυξήσει τα κέρδη τους αλλά αποδεικνύεται πολιτικά πιο σύνθετη από τους αρχικούς υπολογισμούς τους. Ας μην μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός αυτό. Έτσι είναι ο καπιταλισμός. Ένα σύστημα βουτηγμένο σε αντιθέσεις και αντιφάσεις, ορθολογικός στο επίπεδο κάθε μεμονωμένης επιχείρησης και ανορθολογικός στο επίπεδο της κοινωνίας συνολικά. Αν μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις αντιφάσεις αυτές, δικαίως θα υπερηφανευόταν ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας» και το «ιδανικότερο των κοινωνικών συστημάτων που γνώρισε η ανθρωπότητα».

Κανένα περιθώριο για κεϋνσιανές αυταπάτες
Αναγκαία η ριζική τομή στο κίνημα και την Αριστερά

Ο χαρακτήρας της αστικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης και η λόγοι που οδηγούν τον αστικό συνασπισμό εξουσίας στην απάντηση αυτή, οδηγούν παράλληλα και σε ορισμένα βασικά πολιτικά συμπεράσματα.
Καταρχήν, η υιοθέτηση της στρατηγικής αυτής δεν είναι απότοκο απλώς της κυριαρχίας των αγορών και των τραπεζών ή της επικράτησης μιας ορισμένης μορφής διαχείρισης (του νεοφιλελευθερισμού). Δεν είναι προϊόν εξωγενούς επιβολής και υποτέλειας ή της αδηφαγίας της Μέρκελ που προτιμά μια γερμανική Ευρώπη από μια ευρωπαϊκή Γερμανία. Προκύπτει ως σημείο «συνάντησης» των αναγκών τόνωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, των ενδοαστικών ανταγωνισμών και της ανισόμετρης κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης με την ταξική πάλη και την κίνηση του πολιτικού συστήματος.
Δεύτερον, καθώς η κρίση έχει αποκτήσει δραματικό χαρακτήρα και μεγάλο βάθος, η διέξοδος από αυτήν δεν είναι ακόμη ορατή και οι ελπίδες για ικανοποιητικούς για το κεφάλαιο ρυθμούς συσσώρευσης αναιμικότατες, τα περιθώρια του συστήματος να παρεκκλίνει από αυτή την πολιτική, να τη συνδυάσει με κάποια στοιχεία κεϊνσιανισμού, να την προωθήσει με ευέλικτες και σαλαμωτές μεθόδους είναι απειροελάχιστα αν όχι εντελώς ανύπαρκτα. Γι’ αυτό και η ωμότητα, ο καταιγισμός μέτρων, ο κυνισμός, ο κοινοβουλευτικά πραξικοπηματικός τρόπος και η ανελαστικότητα στην προώθησή τους.
Τρίτον, η αντιπαράθεση με τη στρατηγική αυτή και τους κύριους κόμβους της (ΕΕ, χρέος, σχέση μισθών-κερδών, κυβέρνηση κ.λπ.), η πάλη για την ανατροπή της με όρους εργατικού αντικαπιταλιστικού κινήματος δεν είναι μια τακτικού χαρακτήρα μάχη. Είναι μια αναμέτρηση στρατηγικού χαρακτήρα. Είναι ο κύριος δρόμος μέσα από τον οποίο η εργαζόμενη πλειοψηφία, μέσα από την πείρα της μπορεί να κατανοεί την αναγκαιότητα ανατροπής της αστικής κυριαρχίας, να ωριμάζει τις προϋποθέσεις για μια τέτοια επαναστατική ανατροπή και να επιταχύνει τις αποφασιστικές συγκρούσεις που θα κρίνουν μια τέτοια ανατροπή, θα οδηγήσουν σε αλλαγή σε επίπεδο εξουσίας και θα εγκαινιάσουν τους μετασχηματισμούς της εργατικής δημοκρατίας-εξουσίας και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Τέταρτον. Η ανάσχεση ή -πολύ περισσότερο- η ανατροπή της αστικής στρατηγικής-επίθεσης δεν μπορεί να είναι προϊόν απλών συνδικαλιστικών αγώνων -έστω μαχητικών, μαζικών και αποφασιστικών- ή κοινοβουλευτικών διαδικασιών, δεν μπορεί να γίνει με προμετωπίδα τις «λαϊκές οικονομίες-εξουσίες» ή τον «κεϊνσιανισμό του χτες και τη «δημοκρατική επανίδρυση της ΕΕ» ούτε μπορεί να προέλθει με το περιεχόμενο και τις μορφές δράσης του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος. Απαιτεί ριζική τομή σε όλα τα επίπεδα: τόσο σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της εργατικής απάντησης στην κρίση όσο και στους φορείς που θα επιβάλλουν μια τέτοια απάντηση.